-
1 στελέχη
στέλεχοςcrown of the root: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)στέλεχοςcrown of the root: neut nom /voc /acc dual (doric aeolic) -
2 στελέχη
[стэлэхи] ουσ ο πληθ основной персонал, кадры. -
3 στελεχη-τόμος
στελεχη-τόμος, Stamme schneidend, abhauend, πέλεκυς Philp. 15 (VI, 103).
-
4 στελεχητόμος
στελεχη-τόμος, Stämme schneidend, abhauend -
5 στέλεχος
A crown of the root, whence the stem or trunk springs,δρυὸς ἐν στελέχει Pi.N.10.61
, cf. Hdt.8.55, Arist.Ath.60.2; αἴγειρος.. δεδιχασμένη ἑνὸς ἐκ στελέχους Lyr. in Philol.80.334.2 trunk, log,στελέχη φέρειν Ar.Lys. 336
(lyr.);ἐκπρεμνίζειν στελέχη D.43.69
; εἰσδυόμενος εἰς τὰ ς., of hollow trunks, Arist.HA 559a10;κύων σ. ἔτεκε Hecat.15
J.3 metaph., blockhead, Lysipp.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στέλεχος
-
6 στέλεχος
στέλεχος, τό, das Stammende, unten an der Wurzel, der Stamm; δρυὸς ἐν στελέχει ἡμένους, Pind. N. 10, 61; Her. 8, 55; Klotz, Block, Ar. Lys. 336, ἐκπρεμνίζειν στελέχη, Dem. 43, 69, Sp.
-
7 ακροκομος
21) с волосами на макушке(Θρήϊκες Hom.)
2) с листьями на кончике(ἐλάτας κλάδοι Eur.) или с высокой кроной (κυπάρυσσοι Theocr.; τὰ στελέχη τῶν φοινίκων Diod.; πίτυς Anth.)
-
8 βαλανευω
-
9 στελεχητομος
-
10 συμπλοκος
-
11 διαπείρω
2 pierce, transfix,ἥλῳ τὰ στελέχη Gp. 5.36.3
;βελόναις τὴν γλῶτταν Plu.Art.14
;λίνῳ Dsc.2.61
:—[voice] Pass.,διαπεπαρμένος ἥλοις Plu.2.567f
;τὴν χεῖρα διαπᾰρείς J.AJ10.1.2
; to be interpenetrated, of muscle and flesh, Gal.8.74.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαπείρω
-
12 δυσπερίληπτος
δυσπερί-ληπτος, ον,A hard to encompass,γαστήρ Posidon.6
J.;πόλις τοῖς ἐναντίοις δ. Arist.Pol. 1330b3
;στελέχη δ. πέντε ἀνθρώποις Str.15.1.21
.II hard to embrace in one view, treat synoptically, D.S.1.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσπερίληπτος
-
13 κατασχάζω
A slit, cut open,στελέχη Thphr.HP2.7.6
;συκῆ κατασχασθεῖσα Id.CP1.17.10
, al.; κ. φλέβα open a vein, let blood, Gal. 19.139:—also [suff] κατα-σχάω, scarify, Hp.Int.22, Heliod. ap. Orib.46.29.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασχάζω
-
14 συμπλέκω
A twine or plait together, συνδεῖν καὶ ς. Pl.Plt. 309b;στέφανον Plu.Eum.6
; σὺν δ' ἀναμὶξ πλέξας ἶριν having twined the iris therewith, AP4.1.9 (Mel.);ἄτριον κερκίδι Theoc.18.34
; τὼ Χεῖρε ἐς τοὐπίσω ξυμπλέκοντες joining their hands behind them, Th.4.4; σ. τινὶ τὰς Χεῖρας join hands, become intimate with one, Plb.2.45.2, cf. 47.6; soσ. σπέρμα καὶ γάμους τέκνων E.Fr.326.5
: abs., πλάταισιν ἐσχάταισι ς. perh. binding the whole together, Id.IA 292 (lyr.):—[voice] Pass., to be twined together, plaited,ἐκ τῶν θαλλῶν Din.1.18
;ἡ ψυχὴ διὰ τὸ συμπεπλέχθαι πρὸς τὸ σῶμα Arist.de An. 406b28
, cf. Placit.1.7.31;πρὸς ἄλληλα Pl. Ti. 80c
;λύγοισι σῶμα συμπεπλεγμένοι E.Cyc. 225
; ὅταν συμπλᾰκῇ [τὰ στελέχη] when they are twisted together, Thphr.CP5.5.4; ἴχνη συμπεπλεγμένα tracks entangled, crossing in different directions, opp. ὀρθά, X.Cyn.5.6.2 combine notions logically under one term,σ. εἰς τὸ αὐτὸ κίνησιν καὶ ἀριθμόν Arist.de An. 409b11
, cf.EN 1119b30; join words so as to form a proposition,σ. τὰ ῥήματα τοῖς ὀνόμασι Pl. Sph. 262d
, cf. Tht. 202b:—[voice] Pass., ; of words, opp. ἁπλῶς λέγεσθαι (to be used singly), Arist.Ph. 195b15, cf. Metaph. 1014a13; κατηγορίαι συμπεπλεγμέναι complex, opp. ἁπλαῖ, Id.APr. 49a8, cf. Int. 16a23, PA 643b30; περὶ τοῦ -πεπλεγμένου on the compound sentence, title of work by Chrysipp., Stoic.2.68.3 more generally, εὖ τοῖς ὀνόμασι σ. τοὺς νόμους mix up or interweave the laws with rhetorical ornament, D.58.41; σ. τὰς πίστεις τῶν ἀσθενῶν τοῖς προτεινομένοις combines the proof of the weak points with.., D.H.Rh.8.5; cf. συμπλοκή; σ. πράξεις connect, involve them in mutual relations, Plb.5.105.4, D.S.16.42; [ συμπτώματα] Gal.18(2).157; but σ. ἀλλήλαις τὰς πράξεις mix them up, confuse them in a narrative, Plb.5.31.4, cf. Vett.Val.352.27;ἑτερογενῆ σημεῖα συμπλέκων Gal.16.747
.4 mix ingredients, Sor.1.77, Gal.12.647:—[voice] Pass., Arist. Ph. 189b5, Philum. ap. Orib.45.29.59.II [voice] Pass., of persons wrestling, to be intertwined, locked together (cf. σύμπλεγμα), συμπλεκέντος Γωβρύεω τῷ Μάγῳ Hdt.3.78
, cf. Gal.15.124: generally of combatants, to be engaged in close fight,συμπλακέντες διαγωνίζεσθαι D.9.51
, cf. Plb.1.28.2, Luc.Symp.44;σ. τοῖς πολεμίοις Plb.3.69.13
;πρὸς τὴν οὐραγίαν Id.4.11.7
; of a ship, to be entangled with her opponent, Hdt.8.84, Plb.1.23.6: metaph., to be at grips with, συμπλακέντα τῇ Σκυθῶν ἐρημίᾳ (i. e. Euathlus) Ar.Ach. 704; συμπεπλέγμεθα ξένῳ we are entangled or engaged with him, E.Ba. 800, cf. Aeschin.2.153;περὶ τὸ βῆμα τῷ Περικλεῖ Plu.Per.11
; of war, ; of disputes, etc., to be involved in, λοιδορίαις ς. Pl.Lg. 935c; ταῖς μάχαις, τοῖς πολιτικοῖς πράγμασιν, Phld.Mus.p.27K., Rh.1.11S., cf. BGU 1011 iii 7(iii B.C.);σ. τοῖς Στωικοῖς Luc.Symp.30
;σ. καὶ μεμψιμοιρεῖν Plb.18.8.3
.2 of sexual intercourse,Θέτιδι συμπλακείς S.Fr. 618
; συμπλέκεσθαι ἀλλήλοις to be locked together, Pl.Smp. 191a, cf. e; in Arist. of animals, HA 541b3, 542a16.3 Astrol., enter into combination, τῇ Σελήνῃ ὁ τοῦ Διὸς ς. Vett.Val.120.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμπλέκω
-
15 ἰτέα
ἰτέα, ας, ἡ (Hom. et al.; Diod S 5, 41, 5; PTebt 703, 195 [III B.C.]; LXX; Jos., Ant. 3, 245; Just., D. 86, 5 ἰτέας [for στελέχη φοινίκων Ex 15:27]) willow tree Hs 8, 1, 1f; 8, 2, 7.—DELG.
См. также в других словарях:
στελέχη — στέλεχος crown of the root neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) στέλεχος crown of the root neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Σοβιετική Ένωση Ιστορία — Η ιστορία του σοβιετικού κράτους αρχίζει με τη «μεγάλη οκτωβριανή επανάσταση», όπως πέρασε ήδη στην παγκόσμια ιστορία το εγχείρημα που κορυφώθηκε στα τέλη Οκτωβρίου του 1917 και έθεσε τις βάσεις για την ίδρυση του σοβιετικού κράτους και το… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
θερισμός — H εργασία της αποκοπής των ώριμων σιτηρών, η οποία γίνεται είτε με το απλό δρεπάνι, είτε με ειδικές μηχανές. Η εμφάνιση μηχανών συγκομιδής –όπως οι απλές θεριστικές, οι θεριστικές αυτοδετικές και οι θεριστικές αλωνιστικές– έδωσε μεγάλη ώθηση στη… … Dictionary of Greek
Αλβανία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Ν με την Ελλάδα, στα Α με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και στα Β με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία, ενώ Δ βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.Τα… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κορμός — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… … Dictionary of Greek
κόρμος — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… … Dictionary of Greek
στέλεχος — Στη φυτολογία σ. είναι συνώνυμο του βλαστού, που χρησιμοποιείται περισσότερο στην περίπτωση των ποωδών φυτών. Λέγεται και καυλός. Πρόκειται για το όργανο στήριξης στα ανώτερα φυτά. Πάνω σ’ αυτόν βρίσκονται γενικά διάφορα όργανα και κυρίως τα… … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek