-
1 στενοπορος
ион. στεινόπορος 2образующий узкий проход, узкий, тесный(χῶρος Her.; πύλαι Aesch.; ὅρμοι Αὐλίδος Eur.)
См. также в других словарях:
στεινοπόρος — ον, Α βλ. στενοπόρος … Dictionary of Greek
στενόπορος — και ιων. τ. στεινόπορος, ον, Α 1. αυτός που έχει στενό πέρασμα ή στενή έξοδο («διὰ κυανέας στενοπόρου πέτρας», Ευρ.) 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ στενόπορα τα στενά περάσματα, οι στενές διαβάσεις, οι στενωποί. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + πορος… … Dictionary of Greek