Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

στειλειή

См. также в других словарях:

  • στειλειή — fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στειλειή — ἡ, Α βλ. στελεά …   Dictionary of Greek

  • στειλειαί — στειλειή fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στειλειᾶς — στειλειή fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στειλειῆς — στειλειή fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στειλειῶν — στειλειή fem gen pl στειλειόν neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στελεά — και επικ. τ. στελεή και στειλειή και στειλέα, ἡ, Α ξύλινος στειλεός, ξύλινη λαβή εργαλείου. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. στελ εά / στειλ ειή (πρβλ. δωρ εά, νευρ ειή) έχουν σχηματιστεί πιθ. από αμάρτυρο τ. *στέλος και συνδέονται με τα αρμ. stetn, stetun k… …   Dictionary of Greek

  • στειλειά — στειλειά̱ , στειλειή fem nom/voc/acc dual στειλειά̱ , στειλειή fem nom/voc sg (attic doric aeolic) στειλειόν neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στειλειάν — στειλειά̱ν , στειλειή fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»