Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

στελεός

См. также в других словарях:

  • στελεός — rolling pin masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στελεός — ο, ΝΜΑ βλ. στειλεός …   Dictionary of Greek

  • στελεοί — στελεός rolling pin masc nom/voc pl στελεόω furnish with a handle pres subj mp 2nd sg στελεόω furnish with a handle pres ind mp 2nd sg στελεόω furnish with a handle pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στελεούς — στελεός rolling pin masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέλεχος — Στη φυτολογία σ. είναι συνώνυμο του βλαστού, που χρησιμοποιείται περισσότερο στην περίπτωση των ποωδών φυτών. Λέγεται και καυλός. Πρόκειται για το όργανο στήριξης στα ανώτερα φυτά. Πάνω σ’ αυτόν βρίσκονται γενικά διάφορα όργανα και κυρίως τα… …   Dictionary of Greek

  • στέλλω — ΝΜΑ, και στέλνω και στέρνω Ν αποστέλλω, πέμπω (α. «τού έστειλε πολλά χαιρετίσματα» β. «ἐς οἶκον σὸς λόγος στέλλει πάλιν», Αισχύλ.) νεοελλ. φρ. «στέλνω κάποιον στον διάβολο» διώχνω κάποιον με άσχημο τρόπο, τόν ξαποστέλνω νεοελλ. αρχ. ναυτ.… …   Dictionary of Greek

  • στειλεός — και στελεός, ο, ΝΜΑ, και στελιός Ν, και στείλειός και στελειός και στειλαιός Α 1. μακρύ κυλινδρικό ξύλο που χρησιμεύει ως λαβή ή μοχλός διαφόρων εργαλείων, κν. στειλιάρι 2. συνεκδ. λαβή, χερούλι αρχ. 1. ρόπαλο 2. λείο και μυτερό κυλινδρικό ξύλο… …   Dictionary of Greek

  • στελεώ — όω, Α [στελεά / στελεός] (συν. το παθ.) στελεοῡμαι, όομαι εφοδιάζομαι με στειλεό …   Dictionary of Greek

  • στελεοῖς — στελεόν manubrium neut dat pl στελεός rolling pin masc dat pl στελεόω furnish with a handle pres opt act 2nd sg στελεόω furnish with a handle pres subj act 2nd sg στελεόω furnish with a handle pres ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στελεοῦ — στελεόν manubrium neut gen sg στελεός rolling pin masc gen sg στελεόω furnish with a handle pres imperat mp 2nd sg στελεόω furnish with a handle imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στελεῶι — στελεῷ , στελεόν manubrium neut dat sg στελεῷ , στελεός rolling pin masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»