-
1 στειλειη
ἡ отверстие в топоре ( для топорища) Hom.
См. также в других словарях:
στειλειή — fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στειλειή — ἡ, Α βλ. στελεά … Dictionary of Greek
στειλειαί — στειλειή fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στειλειᾶς — στειλειή fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στειλειῆς — στειλειή fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στειλειῶν — στειλειή fem gen pl στειλειόν neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στελεά — και επικ. τ. στελεή και στειλειή και στειλέα, ἡ, Α ξύλινος στειλεός, ξύλινη λαβή εργαλείου. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. στελ εά / στειλ ειή (πρβλ. δωρ εά, νευρ ειή) έχουν σχηματιστεί πιθ. από αμάρτυρο τ. *στέλος και συνδέονται με τα αρμ. stetn, stetun k… … Dictionary of Greek
στειλειά — στειλειά̱ , στειλειή fem nom/voc/acc dual στειλειά̱ , στειλειή fem nom/voc sg (attic doric aeolic) στειλειόν neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στειλειάν — στειλειά̱ν , στειλειή fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)