-
21 διασπάω
A- σπάσω Hdt.7.236
: [tense] aor. -έσπᾰσα, [voice] Med. , Ba. 339, Plu.Caes.68: [tense] pf. - έσπᾰκα Sch.Th.Oxy.853i15:—[voice] Pass., [tense] aor. - εσπάσθην: [tense] pf. - έσπασμαι (v. infr.):—tear asunder,τοὺς ἄνδρας κρεοργηδὸν δ. Hdt.3.13
, cf. E. and Ar. ll. cc., etc.;ἐμὲ καὶ τὸν ἄνδρα δ. X.Cyr.6.1.45
; δ. τὸ σταύρωμα to break through or tear down the palisade, Id.HG4.4.10; δ. τὴν γέφυραν, τὸ ἔδαφος, Plb.6.55.1, Plu. Cam.5; break up, SIG364.10 (Ephesus, iii B. C.): metaph.,διασπᾶν τὴν σύμπνοιαν τοῦ παντός Iamb.Protr.21
.λ:—[voice] Pass.,διέσπασται μελέων φύσις Emp.63
;τὸ Ἀττικὸν [ἔθνος].. διεσπασμένον ὑπὸ Πεισιστράτου Hdt.1.59
;μόνον οὐ διεσπάσθην D.5.5
; δ. ἀπὸ τῶν φίλων to be torn away from.., Arist.Rh. 1386a10.2 in military sense, separate part of an army from the rest, X.Cyr.5.4.19; of army and fleet, Hdt.7.236; δ. τὰς φάλαγγας break them up, Arist.Pol. 1303b13: —[voice] Pass., στράτευμα διεσπασμένον an army scattered and in disorder, Th.6.98, cf. 7.44; of a fleet, Id.8.104; to be widely scattered,X.
An.1.5.9.3 metaph., pull different ways, πόλεις distract states, Pl.Lg. 875a;τὰς πολιτείας D.4.48
;τοὺς νόμους X.Cyr.8.5.25
; διέσπακε τὴν ἱστορίαν has broken the continuity of the narrative, Sch.Th. l. c.:—[voice] Pass., διασπώμενος distracted,πρὸς τοσαύτας ὑπηρεσίας Luc.DDeor.24.1
;ὑπὸ τῶν λόγων Id.Icar.23
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διασπάω
-
22 πήγνυμι
Aπηγνύουσι Hdt.4.72
(v.l.), Thphr.HP6.6.9, butπηγνῦσι Hdt.
l.c. codd. plur., Hp.Vict.2.60 ; opt. codd. ; inf.πηγνύειν X.Cyn.6.7
, Dsc.4.95: [tense] impf. ([etym.] περι-), Nonn.D.5.50 : late form of [tense] pres. [full] πήσσω (q. v.): [tense] fut.πήξω Il.22.283
; [dialect] Dor.πάξω Pi.O.6.3
: [tense] aor. ἔπηξα, [dialect] Ep.πῆξα Od.12.15
, etc. ; [dialect] Aeol. part.πάξαις Pi.O.10
(II).45 : [tense] pf. πέπηχα, only [tense] plpf.ἐμ-πεπήχεσαν D.C.40.40
:—[voice] Med. in trans. sense, : [tense] fut.πήξομαι Gal. 10.388
: [tense] aor. , Hdt.6.12, etc.:—[voice] Pass. πήγνῠμαι : [tense] fut. , Th.4.92 ; πήξομαι (as [voice] Pass.) Hp.Aër.8: [tense] aor. 1 ἐπήχθην, [dialect] Ep. [ per.] 3pl.πῆχθεν Il.8.298
, [dialect] Dor. subj.παχθῇ Theoc.23.31
, part. : more freq. [tense] aor. 2 ἐπάγην [pron. full] [ᾰ], [dialect] Ep. πάγην, [dialect] Ep. [ per.] 3pl.πάγεν Il.11.572
; part. , E.IA 395 : [tense] pf. πέπηγμαι ([etym.] κατα-, συμ-) D.H.5.46, Arr.An.2.21.1: [tense] plpf.ἐπέπηκτο Jul. Or.3.123b
; but in the best authors, πέπηγα is used as the [tense] pf. [voice] Pass., Il.3.135, etc. ; [dialect] Aeol.πέπᾱγα Alc.34
; opt.πεπαγοίην Eup.435
: [tense] plpf.ἐπεπήγειν Il.13.442
, Th.3.23 :I stick or fix in, ἐν δὲ μετώπῳ πῆξε [τὴν αἰχμήν] Il.4.460, etc. ;ἔνθα οἱ ἔγχος ἔπηξε 13.570
;ἐν γαίῃ π. ἐρετμόν Od.23.276
(orγαίῃ 11.129
) ;π. ἐπὶ τύμβῳ ἐρετμόν 11.77
(orτύμβῳ 12.15
) ; [γύην] ἐν ἐλύματι π. Hes.Op. 430;ἔπαξε διὰ φρενῶν ξίφος Pi.N.7.26
; fix in the earth, plant, , cf. Aj. 821 ; σκηνήν, σκηνὰς π., pitch a tent, And.4.30, Pl.Lg. 817c (in [voice] Med., σκηνὰς πηξάμενοι pitching themselves tents, Hdt.6.12); σταύρωμα π. Th.6.66;τὰς σχαλίδας π. ὑπτίας X.Cyn.6.7
; plant seeds or cuttings, Thphr.HP6.6.9, 7.4.10 : intr. [tense] pf. and [voice] Pass., δόρυ δ' ἐν κραδίῃ ἐπεπήγει the spear stuck fast in his heart, Il.13.442 ;[δοῦρα] ἐν χροῒ πήγνυτο 15.315
;[ὀϊστοὶ] ἐν χροῒ πῆχθεν 8.298
;δοῦρα ἐν σάκεϊ πάγεν 11.572
;[ξίφος] πέπηγεν ἐν γῇ S.Aj. 819
;σκηνὴ ἔσκε πεπηγυῖα ἑτοίμη Hdt.7.119
; κυρβασίας ὀρθὰς πεπηγυίας ib.64, cf. 70 :—[voice] Med., ἐν ἀλλήλοις χείλεα πηξάμενοι, of kissing, AP5.254 (Paul. Sil.).2 stick or fix on,κεφαλὴν ἀνὰ σκολόπεσσι Il.18.177
;σκόλοψι δέμας E.IT 1430
; :—[voice] Pass., ἀμφὶ βουπόροισι πηχθέντας μέλη ὀβελοῖσι having their limbs fixed on spits, Id.Cyc. 302 ; ὑπὸ ῥάχιν παγέντες impaled, A.Eu. 190.3 fix upon an object, κατὰ χθονὸς ὄμματα π. Il.3.217 : intr. [tense] pf., d, cf. Jul. l. c. ([voice] Pass.);πεπηγυῖα τὰς τῶν ὀμμάτων βολὰς ἐς τὰ τῆς ψυχῆς ἀπόρρητα Philostr.Jun.Im.11
: c. inf., ἡ σοφία ἀρέσκειν πέπηγε is bent upon pleasing, Pl.R. 605a : abs., τὸ πεπηγὸς ὄμμα immovable eye, fixed gaze, Hp.Prorrh.1.46, cf. Gal.16.610.II fasten [different parts] together, fit together, build,νῆας πῆξαι Il.2.664
; ἴκρια π. Od.5.163 :—[voice] Med., πήξασθαι ἄμαξαν build oneself a wagon, Hes. Op. 455 ;νέας πηξάμενοι Hdt.5.83
:—[voice] Pass., to be joined or put together,ψυχὴ καὶ σῶμα παγέν Pl.Phdr. 246c
.III make solid or stiff, esp. of liquids, freeze,θεὸς.. πήγνυσι πᾶν ῥέεθρον A.Pers. 496
; τοὺς ποταμοὺς ἔπηξε (sc. ὁ θεός) Ar.Ach. 139 ;βορρᾶς πηγνὺς τοὺς ἀνθρώπους X. An.4.5.3
; curdle,γάλα Dsc.4.95
:—[voice] Med., τυροὺς πήγνυσθαι to make oneself cheese (by curdling the milk), Luc.VH1.24:—[voice] Pass. and intr. [tense] pf., become solid, stiffen,γοῦνα πήγνυται Il.22.453
;ἄρθρα πέπηγέ μου E.HF 1395
(but also, become firm or set, of limbs, Ael.NA2.11 ;πεπηγυῖα ὑγιεινὴ κατάστασις Gal.Thras.7
) ; of liquids, freeze,ἡ θάλασσα πήγνυται Hdt.4.28
; ἅλες πήγνυνται salt crystallizes, ib.53, cf.6.119 ;φόνος πέπηγεν A.Ch.67
(lyr.);πεπάγαισιν ὐδάτων ῤόαι Alc.34
, cf. X.An.7.4.3 ; κρύσταλλος ἐπεπήγει οὐ βέβαιος was not frozen so as to bear, Th.3.23 ;ἁνίκα [χιὼν] παχθῇ Theoc.23.31
; ὄστρακον [ᾠοῦ] π. Arist.GA 752a35; γάλα π. Id.PA 676a14 ; ὀφθαλμῶν οἱ μὲν ὑγιεῖς, οἱ δὲ πεπηγότες blind, of buds, Thphr.CP5.12.10 : metaph., to be petrified, struck dumb, Antiph.166.7.IV metaph., fix,ὅρους τοῖς βαρβάροις Lycurg.73
, cf. Aristopho 9.7 : Astrol., fix, determine a nativity, Sch. Ptol.Tetr. 103 :—[voice] Med., ὄφρα ἐν φρασὶ πάξαιθ', ὅπως .. that he might keep it fixed in his heart, Pi.N.3.62 ; establish,χορούς Him.Or.16.6
:— [voice] Pass. and intr. [tense] pf., to be irrevocably fixed, established,εἷς ὅρος ἡμῖν παγήσεται Th.4.92
; πῆγμα (Aurat. for πῆμα)γενναίως παγέν A.Ag. 1198
;κακῶς παγέντας ὅρκους E.IA 395
;ὀρθὰς παγείσας φρένας Carc. 6.2
;μὴ γὰρ ὡς θεῷ νομίζετ' ἐκείνῳ τὰ παρόντα πεπηγέναι πράγματα ἀθάνατα D.4.8
;τὰ καλῶς πεπηγότα τῇ φύσει Id.25.90
. (Cf. Lat. pango.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πήγνυμι
-
23 σκόλοψ
A anything pointed: esp. pale, stake,κεφαλὴν πῆξαι ἀνὰ σκολόπεσσι Il.18.177
; for impaling, E.IT 1430, El. 898;ἐπὶ σκόλοψι ἀναρτᾶσθαι D.S.33.15
: pl. σκόλοπες, palisade,τείχεα.. σκολόπεσσιν ἀρηρότα Od.7.45
; freq. in Il.,ἐν δὲ [τάφρῳ] σκόλοπας κατέπηξαν 7.441
; , cf. 12.63, 15.344;σκόλοπας περὶ τὸ ἕρκος κατέπηξαν Hdt.9.97
, cf. E.Rh. 116, X. An.5.2.5 ([dialect] Att. usually σταύρωμα).2 thorn, IG42(1).121.92 (Epid., iv B.C.), LXX Nu.33.55, al., Dsc.4.49, Babr.122;σκόλοπες φοίνικος PMag.Osl.1.270
, al., cf. 2 Ep.Cor.12.7. -
24 ἀνασπάω
A draw, pull up,σπυρίδα Hdt.5.16
, cf. 4.154;βύβλον ἐκ τῶν ἑλέων Id.2.92
:—[voice] Pass., BGU1041.8 (iii A.D.).2 draw, suck up greedily,ὅταν αἷμ' ἀνασπάσῃ κόνις A.Eu. 647
;ἀ. ὑγρόν Hp.VM22
; ἀ. ποτόν, τροφήν, Arist.HA 495a26, PA 661a19; ὕδωρ ἀ. draw water, Th.4.97.4 tear up, pull down,τὰ ἀγάλματα ἐκ τῶν βάθρων Hdt.5.86
;τὴν σκηνήν Id.7.119
;τὸ σταύρωμα Th.6.100
; , cf. Ba. 949; ,al.;τὰς σανιδας τῆς γεφύρας Plb.2.5.5
;πυλίδας Id.5.39.4
, etc.5 metaph., ἀνασπᾶν λόγους, in S.Aj. 302, draw forth words, utter wild, incoherent words; :—the phrase may be expl. from Pl.Tht. 180a ([etym.] ὥσπερ ἐκ φαρέτρας ῥηματίσκια.. ἀνασπῶντες ) and Men.429 ([etym.] πόθεν.. τούτους ἀνεσπάκασιν οὗτοι τοὺς λόγους;); soἀ. γνωμίδιον Ar.Fr. 49D.
6 τὰς ὀφρῦς ἀνασπᾶν pucker the eyebrows, and so put on a grave important air, , cf. Alex.16, D.19.314; ;μέχρι νεφέων τὴν ὀφρὺν ἀ. Philem.174
, cf. X.Smp. 3.10;οἱ τὰς ὀφρῦς ἀνεσπασμένοι πρὸς τὸν κρόταφον Arist.Phgn. 812b27
.II retract,ὁ στόμαχος αὐτὸς ἑαυτὸν ἀ. Hp.Superf.22
, Steril. 217.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνασπάω
-
25 ἀνδρομήκης
ἀνδρο-μήκης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνδρομήκης
-
26 περισταύρωμα
περι-σταύρωμα, τό, ein rings mit Pallisaden umgebener Ort
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σταύρωμα — palisade neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταύρωμα — το 1. κάρφωμα σε σταυρό. 2. μαγική ιεροτελεστία για τη θεραπεία κάποιου: Το παιδί το μάτιασαν και θέλει σταύρωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σταύρωμα — το, ΝΜΑ [σταυρῶ, ώνω] νεοελλ. 1. ο σχηματισμός τού σημείου τού σταυρού ως ευχή σε κάποιον ή για ξεμάτιασμα 2. ταλαιπωρία, συνεχής παρενόχληση 3. η πρώτη σχηματοποίηση τού εμβρύου τών πτηνών στα αβγά 4. τεχνολ. η αλλαγή τής θέσης τών ελαστικών στα … Dictionary of Greek
σταυρωμάτων — σταύρωμα palisade neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταυρώμασι — σταύρωμα palisade neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταυρώματα — σταύρωμα palisade neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταυρώματι — σταύρωμα palisade neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταυρώματος — σταύρωμα palisade neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έφοδος — (I) ἐφοδος, ον (Α) (εσφ. αν. τού εύέφοδος ευπρόσιτος, ευκολοπλησίαστος (α. «σταύρωμα ἔπηξαν καὶ ἔρυμά τε, ᾗ ἐφοδώτατον ἦν τοῑς πολεμίοις», Θουκ. β. «συνιδὼν ἔφοδον ὄντα τὸν λόφον», Πολύαιν.). (II) ἔφοδος, o (A) 1. αυτός που περιέρχεται και… … Dictionary of Greek
απευχή — Όρος της λαογραφίας. Ευχή να μη γίνει κάτι. Λέγεται συνήθως μετά από μια κατάρα ή όταν κάποιος αναφέρει κάτι κακό (θάνατο, αρρώστια κλπ.). Σκοπός της είναι να αποτρέψει ή να στρέψει αλλού το κακό και συνοδεύεται πολλές φορές και από διάφορα… … Dictionary of Greek
διασπώ — (AM διασπῶ, άω) διαχωρίζω βίαια, χωρίζω στα δύο ή σε περισσότερα κομμάτια νεοελλ. 1. προκαλώ ρήγμα σε μέτωπο, παράταξη, ομάδα κ.λπ. («διέσπασαν το μέτωπο», «διασπάστηκε το κόμμα» κ.λπ.) 2. «διασπάται η προσοχή» δεν μπορεί κάποιος να συγκεντρώσει… … Dictionary of Greek