Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σταφυλ-ῖνος

См. также в других словарях:

  • πελεκίνος — ο / πελεκῑνος, ΝΑ σιδερένιος σύνδεσμος λίθων αρχαίων οικοδομημάτων σε σχήμα διπλού πελέκεως αρχ. 1. είδος τού πτηνού πελεκάνος («ὄρνισι... πορφυρίωνι καὶ πελεκᾱντι καὶ πελεκίνῳ», Αριστοφ.) 2. είδος φυτού τού οποίου τα σπέρματα μοιάζουν με πέλεκυ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»