Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ποικιλόμυθος

См. также в других словарях:

  • ποικιλόμυθος — ποικιλόμῡθος , ποικιλόμυθος of various discourse masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλόμυθος — ον, Α (κυρίως ως προσωνυμία τού Κρόνου και τού Ερμού) αυτός που λέει ποικίλους λόγους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + μυθος (< μῦθος), πρβλ. ακριτό μυθος] …   Dictionary of Greek

  • ποικιλόμυθον — ποικιλόμῡθον , ποικιλόμυθος of various discourse masc/fem acc sg ποικιλόμῡθον , ποικιλόμυθος of various discourse neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… …   Dictionary of Greek

  • ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… …   Dictionary of Greek

  • ποικιλόφωνος — –η, ο / ποικιλόφωνος, ον, ΝΜΑ αυτός που μιλάει, τραγουδάει ή ηχεί με ποικίλους τρόπους μσν. αρχ. μτφ. ποικιλόμυθος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + φωνος (< φωνή), πρβλ. πολύ φωνος] …   Dictionary of Greek

  • ποικιλόμυθα — ποικιλόμῡθα , ποικιλόμυθος of various discourse neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλόμυθε — ποικιλόμῡθε , ποικιλόμυθος of various discourse masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»