-
1 ποικιλόμυθος
ποικιλόμῡθος, ποικιλόμυθοςof various discourse: masc /fem nom sg -
2 ποικιλόμυθος
ποικῐλό-μῡθος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποικιλόμυθος
-
3 ποικιλόμυθον
ποικιλόμῡθον, ποικιλόμυθοςof various discourse: masc /fem acc sgποικιλόμῡθον, ποικιλόμυθοςof various discourse: neut nom /voc /acc sg -
4 ποικιλόμυθα
ποικιλόμῡθα, ποικιλόμυθοςof various discourse: neut nom /voc /acc pl -
5 ποικιλόμυθε
ποικιλόμῡθε, ποικιλόμυθοςof various discourse: masc /fem voc sg -
6 ποικιλόφωνος
ποικῐλό-φωνος, ον,A with varied tones,στίχα λαιμῶν Nonn.D.2.510
; ἀηδών Tz.ad Hes. Op. 201; κιθάρα Sch.Pi.O.3.11: metaph., = ποικιλόμυθος, Clearch. 26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποικιλόφωνος
См. также в других словарях:
ποικιλόμυθος — ποικιλόμῡθος , ποικιλόμυθος of various discourse masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλόμυθος — ον, Α (κυρίως ως προσωνυμία τού Κρόνου και τού Ερμού) αυτός που λέει ποικίλους λόγους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + μυθος (< μῦθος), πρβλ. ακριτό μυθος] … Dictionary of Greek
ποικιλόμυθον — ποικιλόμῡθον , ποικιλόμυθος of various discourse masc/fem acc sg ποικιλόμῡθον , ποικιλόμυθος of various discourse neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… … Dictionary of Greek
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek
ποικιλόφωνος — –η, ο / ποικιλόφωνος, ον, ΝΜΑ αυτός που μιλάει, τραγουδάει ή ηχεί με ποικίλους τρόπους μσν. αρχ. μτφ. ποικιλόμυθος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + φωνος (< φωνή), πρβλ. πολύ φωνος] … Dictionary of Greek
ποικιλόμυθα — ποικιλόμῡθα , ποικιλόμυθος of various discourse neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλόμυθε — ποικιλόμῡθε , ποικιλόμυθος of various discourse masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)