-
1 σπαν
σπάωdrawnthrough: pres part act masc voc sg (doric aeolic)σπάωdrawnthrough: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)σπάωdrawnthrough: pres part act masc nom sg (doric aeolic)σπᾶ̱ν, σπάωdrawnthrough: pres inf act (epic doric)σπάωdrawnthrough: pres inf act (attic doric)σπάωdrawnthrough: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)σπάωdrawnthrough: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)——————σπάωdrawnthrough: pres inf act -
2 σπᾶν
Βλ. λ. σπαν -
3 σπᾷν
Βλ. λ. σπαν -
4 σπαν-ανδρία
σπαν-ανδρία, ἡ, Mangel an Männern, Sp.
-
5 σπαν-άδελφος
σπαν-άδελφος, wenig Geschwister habend, Sext. Emp. adv. astrol. 101.
-
6 σπάν-υδρος
σπάν-υδρος, wasserarm, Diphil. Siphn. bei Ath. III, 80 c.
-
7 σπάν-ουρος
σπάν-ουρος, mit dünnem Schwanze, zw.
-
8 σπανία
-
9 σπανιάκις
σπᾰν-ιάκις, Adv.A = ὀλιγάκις, Luc.Rh.Pr.17, Hermog.Inv.3.5, A.D.Pron.47.3, Ar.Byz.Epit.30.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπανιάκις
-
10 σπανίζω
σπᾰν-ίζω, of things,A to be rare, scarce, [καλὰ ἔργα] Βασσίδαισιν οὐ ς. Pi.N.6.31;τοὐλαίου σπανίζοντος Ar.V. 252
;τὰ παρ' ἀμφοτέροις σπανίζοντα D.S.2.54
, etc.; of books, Gal.17(1).605.2 of persons, lack, be in want of, c.gen.,ὑδάτων Hdt.2.108
; χρημάτων, βίου, Id.1.187, 196;οὐ σπανίζοντες φίλων A.Ch. 717
; πέπλων, πομπῆς, βωμοῦ, etc., E.Med. 960, IA 352 (troch.), Hel. 800, etc.;νεῶν μακρῶν Th.1.41
;τροφῆς Id.4.6
, etc.; of a country,σ. πεύκης Thphr. HP5.7.1
: rarely c. dat.,σίτῳ Dicaearch.1.23
cod., cf. 111 fin.II trans., exhaust, use up,τὰ μέταλλα Ph.Byz.Mir.4.1
; spend, PFlor. 99.7 (i/ii A.D.), Sammelb.4317.7 (iii A.D.):—[voice] Pass.,ἐσπανίσθη πᾶν ὕδωρ LXX Jb.14.11
.III [voice] Pass.,= [voice] Act. (signf. 1.2), to be in want of,ἐσπανίσμεθ' ἀρωγῶν A.Pers. 1024
(lyr.);ὁρᾷς.. φίλων ὡς ἐσπανίσμεθα E.Or. 1055
;πάντων σπανιζόμενοι X.HG7.2.16
: abs., to be in want,μὴ σπανιζοίμεσθα E.Med. 560
: rarely c. dat.,οἴνῳ σπανίζονται Str.3.3.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπανίζω
-
11 σπάνιος
σπᾰν-ιος, α, ον (also ος, ον Arist.HA 608b21, Thphr.Lap.3, Plb.4.16.3, etc.), of persons and things,A rare, scarce, scanty, Hdt.2.67, 5.29, etc.; σ. θήρευμα.. λαβεῖν a rare catch, E.IA 1162; of persons, rarely seen, aloof, δυσπρόσιτος, ἔσω τε κλῄθρων σπάνιος ib. 345 (troch.);σ. σεαυτὸν παρέχειν Pl.Euthphr.3d
, cf. Plu.Crass.7; τῷ ὕδατι σ. χρώμενοι having a scanty supply of water, Th.7.4; in an Adv.sense, σπάνιος ἐπιφοιτᾷ he seldom visits, Hdt.2.73; so τοὺς σπανίους ἰδεῖν στρατηγούς seldom seen, X.Cyr.7.5.46, cf. Pl.Lg. 953c;σπάνιοι περιπεπλεύκασι Str.15.1.4
; σπάνιόν ἐστι, c. inf., it is seldom that.., X.Cyr.1.3.3, Isoc.10.13; opp. ῥᾴδιον, Archyt.3; σπάνιον εἴ τις.. it is rare for one to.., Str.7.3.4: τὸ ς. Aeschin.3.180, Arist.Mete. 372a23;ὁ ταὧς διὰ τὸ σ. θαυμάζεται Eub.114
.II [comp] Comp.σπανιώτερος Hdt.8.25
, Th. 1.33, etc.: [comp] Sup.- ώτατος Id.7.68
, Lyr.Adesp.138.1, Pl.Cra. 389a, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπάνιος
-
12 σπανισιτία
A v. σπανοσιτία.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπανισιτία
-
13 σπανιστικός
A lacking, poor, Vett.Val.15.12, 18.8, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπανιστικός
-
14 σπανιστός
II of a country, σπανιστὴ καρποῖς stinted of.., Str.15.3.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπανιστός
-
15 σπάνις
A scarcity, dearth, lack, ;ἀνδρῶν D.25.31
; , cf. LXX Ju.8.9;θηρίων Str.2.5.26
;νεκύων AP9.53
(Nicod. or Bass.); οὐ σπάνις.. ἔχειν,= οὐ σπάνιον, there is no lack, no difficulty, in getting, E.IA 1163; οὗ σ. ἀνδρὶ τυχεῖν which 'tis rare for a man to get, IG2.2753, cf. 3577: abs., dearth, τροφὰς ἐν τῇ μεγάλῃ σ. παρέσχε ib.3.687.II unsatisfied need, want, c. gen.,ἐν σπάνι βύβλων Hdt.5.58
; σ. σχεῖν τοῦ βίου poverty, S.OT 1461;βίου E.Hec.12
; , cf. Pl.Lg. 678d;σ. τῶν ἀναγκαίων Antipho 4.1.2
; τῇ τῶν χρημάτων ς. Th.1.142;ἀργυρίου Lys.19.11
; ἡ.. σ. πρόχειρος εἰς τὸ δρᾶν κακά want, poverty, Philem.157. -
16 σπάνυδρος
σπάν-υδρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπάνυδρος
-
17 σπανάδελφος
-
18 σπανανδρία
σπαν-ανδρία, ἡ, Mangel an Männern -
19 σπάνουρος
-
20 σπάνυδρος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σπᾶν — σπάω drawnthrough pres part act masc voc sg (doric aeolic) σπάω drawnthrough pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) σπάω drawnthrough pres part act masc nom sg (doric aeolic) σπᾶ̱ν , σπάω drawnthrough pres inf act (epic doric) σπάω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπᾷν — σπάω drawnthrough pres inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σπαν, Ότμαν — (Spann). Αυστριακός φιλόσοφος, κοινωνιολόγος και οικονομολόγος (Βιέννη 1878 Νόιστιφτ 1950). Δίδαξε στο Μπριν και αργότερα, από το 1919 στο πανεπιστήμιο της Βιέννης. Είναι ο σπουδαιότερος αντιπρόσωπος του παγκόσμιου δόγματος της κοινωνίας και του… … Dictionary of Greek
σφείς — Α (προσ. αντων. γ προσ. αρσ. και θηλ. πληθ.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. γεν. αττ. τ. σφῶν, επικ. και ιων. τ. σφέων, ποιητ. τ. σφείων 2. δοτ. σφίσι(ν) και σφισι(ν) και σφι(ν), και σφίν, σπαν. λακων. τ. φιν, αιολ. τ. ἄσφι, συρακ. τ. ψιν, αρκαδ. τ. σφεῑς 3.… … Dictionary of Greek
ένθα — (AM ἔνθα) επίρρ. τοπ. όπου, στο μέρος όπου («ὁ τόπος μέν... ἔνθα τήν κόρην εἶδον», Διγ. Ακρ.) αρχ. (για τόπο, δεικτ.) 1. εκεί, σ εκείνο τον τόπο [«καὶ νύ κε τὴν ἔνθ ὦκα βάλεν μεγάλας ποτὶ πέτρας» κι αυτήν (την Αργώ) θα τή χτυπούσε αμέσως εκεί… … Dictionary of Greek
ηθάς — ἠθάς, άδος, ὁ, ἡ (Α) [ήθος] 1. (με γεν. και σπαν. με δοτ.) ο συνηθισμένος σε ένα πράγμα, γνώστης, εξοικειωμένος με κάτι («ἠθάς εἰμί πως τῶν τῆσδε μύθων», Σοφ.) 2. (απολ.) συνήθης, οικείος («τῶν γὰρ ἠθάδων φίλων νέοι... εὐπιθέστεροι», Ευρ.) 3.… … Dictionary of Greek
νοσφίζομαι — (Α νοσφίζομαι και σπάν. νοσφίζω) [νόσφι] ιδιοποιούμαι, οικειοποιούμαι παράνομα, σφετερίζομαι αρχ. 1. κλέβω, αρπάζω («σφ ἀδελφὸς χρημάτων νοσφίζεται», Ευρ.) 2. αποστερώ 3. αφήνω, εγκαταλείπω, παρατώ («παῑδά τ ἐμὴν νοσφισσαμένη, θάλαμόν τε πόσιν… … Dictionary of Greek
ο — (I) ) ὅ (Α) (αρσ. τής αναφ. αντων., αντί ὅς) βλ. ος, η, ο. (II) ὅ (Α) (ουδ. τής αναφ. αντων.) βλ. ος, η, ο. (III) ὄ ὄ ὄ (Α) σχετλιαστικό επιφώνημα. η, το (ΑΜ ὁ, ἡ τό, Α δωρ. τ. θηλ. ἁ) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α (στον εν.) 1. (γεν. τού, τής, τού (τοῡ, τῆς, τοῡ) … Dictionary of Greek
τέκτονας — ο / τέκτων, ονος, ό, και σπάν. η, ΝΜΑ, και τ. θηλ. τέκταινα Α τεχνίτης διαφόρων κατασκευών από ξύλο, ιδίως ξυλουργός, ναυπηγός ή οικοδόμος (α. «κεραμεὺς κεραμεῑ κοτέει καὶ τέκτων τέκτονι», Ησίοδ. β. «τέκτονες ἄνδρες, οἵ οἱ ἐποίησαν θάλαμον καὶ… … Dictionary of Greek
τίς — τί, ΝΜΑ, και ηλειακός και λακων. τ. τίρ Α (ερωτ. αντων.) 1. (σε ευθεία ερώτ.) ποιος (α. «τίνος είναι το παιδί;» β. «ὦ ξεῑνοι, τίνες ἐστέ;», Ομ. Οδ.) 2. (το ουδ.) τί (ως έκφραση θαυμασμού ή περιφρόνησης) πόσο (α. «τί ωραίο σπίτι!» β. «τί κακός που … Dictionary of Greek
τεκνώ — όω, ΜΑ [τέκνον] μσν. (το μέσ.) τεκνοῡμαι αναδέχομαι από την κολυμβήθρα, γίνομαι ανάδοχος, καθιστώ κάποιον πνευματικό μου τέκνο, βαφτίζω αρχ. 1. δίνω, παρέχω παιδιά («πόλιν τεκνοῡσι παίδων παισίν», Ευρ.) 2. (το ενεργ. συν. για άνδρα και σπάν. για… … Dictionary of Greek