Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σπᾰθ-άριος

См. также в других словарях:

  • κανδηλάριος — κανδηλάριος, ὁ (Μ) κανδηλάπτηρ*, ο αρμόδιος για τις καντήλες τού ναού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανδήλα + κατάλ. άριος (< λατ. arius), πρβλ. σπαθ άριος, τιτουλ άριος] …   Dictionary of Greek

  • καψάριος — καψάριος, ὁ (Α) 1. αυτός που κρατά τον θύλακο*, ο θυλακοφόρος 2. ο δούλος που κρατούσε τη θήκη τών βιβλίων τών παιδιών όταν πήγαιναν στον δάσκαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάψα (I) + επίθ. άριος (πρβλ. σπαθ άριος, ταβουλ άριος)] …   Dictionary of Greek

  • κοξάριος — κοξάριος, ον (Μ) αυτός που πάσχει στο ισχίο του, στον γοφό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόξα + κατάλ. άριος (< λατ. arius), πρβλ. νοτ άριος, σπαθ άριος] …   Dictionary of Greek

  • κουβερνάριος — κουβερνάριος, ὁ (M) κυβερνήτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουβέρνο «διακυβέρνηση» (< ιταλ. ή βεν. governo) + κατάλ. άριος (< λατ. arius), πρβλ. δρουγγ άριος, σπαθ άριος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»