-
1 σπαταλος
-
2 σπαταλός
-
3 σπάταλος
σπάταλοςwanton: masc /fem nom sg -
4 σπαταλός
σπαταλός, schwelgerisch, üppig, Aufwand machend -
5 σπάταλος
η, ο [ος, ον ] σπάταλός, ή, όν 1. расточительный; мотоватый (разг);2. (ο, η) расточитель, -ница; мот, -овка, транжир|а, -ка (разг) -
6 σπάταλος
[спаталос] επ расточительный, чрезмерный. -
7 σπάταλος
A wanton, lascivious,κλέμματα AP5.17
(Rufin.); of persons, Bardesan. ap. Eus.PE6.10, Eust.1437.22, etc., cf. Sm.De. 28.54, AP5.26 (Rufin.). [Oxyt. in Eus. and Sm. ll.cc.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπάταλος
-
8 σπάταλος
dépensier -
9 σπάταλος
1) marnotrawny przym.2) rozrzutny przym. -
10 σπάταλος
marnotratný -
11 σπάταλος
wastefulΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σπάταλος
-
12 σπάταλον
σπάταλοςwanton: masc /fem acc sgσπάταλοςwanton: neut nom /voc /acc sg -
13 σπάταλοι
σπάταλοςwanton: masc /fem nom /voc pl -
14 βάταλος
Grammatical information: m.Derivatives: βαταλίζομαι `live like a β.' (Theano), - ίζω ( τὰ ὀπίσθια, of a horse) `turn to and fro' ( Hippiatr.). Shortened (cf. Chantr. Form. 31f.) βατᾶς ὁ καταφερής. Ταραντῖνοι H.; βαδᾶς κίναιδος ὡς Άμερίας H. - Demosthenes was called Βάτ(τ)αλος in his youth (D. 18, 180; Aeschin. 1, 126; 2,99). Perhaps it referred to a speech-defect, saying λ for ρ and so for βατταρίζειν `stammer' say βατταλίζειν; s. Holst Symb. Oslo. 4, 11ff.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: One suggested connection with βατέω `mount'; but that βαδᾶς would be after βάδην, βαδίζω is quite improbable. Fur. 154 etc. connects convincingly σπάταλος, which shows Pre-Gr. origin (as does τ\/δ).Page in Frisk: 1,225-226Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βάταλος
-
15 σπᾰτάλη
Grammatical information: f.Meaning: `lavish, lascivious way of life, debauchery, luxury', also of luxurious objects, `adornment, bracelet, anklet' (LXX, hell. inscr., AP etc.).Derivatives: Dimin. Lat. spata-lium n. `bracelet' (Juba ap. Plin., inscr.). Denominative verb σπαταλ-άω ( κατα-), aor. - ῆσαι `to live lavishly, lasciviously' (Plb., LXX, NT a. o.) with - ημα n. (AP). Backformation (Schwyzer 483) σπαταλός (- αλος) `lavish, lascivious' (AP a.o.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)Etymology: Popular word. If, as seems prob., originally an abstract, σπατάλη can as to its meaning be compared with κραιπάλη, δαιταλ-εύς; further connection uncertain. Perhaps to σπάω `draw in, suck', of wine etc.; e.g. ἔσπασεν ἄμυ-στιν ἑλκύσας (E. Kyk. 417); cf. also σπάσει πίνειν (Arist.). On the - τ- cf. σπατίζει... ἕλκει H. -- To be rejeceted Neumann Heth. u. luw. Sprachgut 88 f.: σπαταλός (backformation; s. ab.) from Hitt. * išpatalla- `who gladly, and often, eats to the full' from išpāi- `eat to be satiated'. -- Furnée 154, 179 connects convincingly βάταλος; so the word is Pre-Greek.Page in Frisk: 2,759Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σπᾰτάλη
-
16 σπαταλάω
σπαταλάω, schwelgen, üppig leben (vgl. σπαταλός); weichlich, verzogen sein, τὰ σπαταλῶντα τῶν παιδίων, Theano.
-
17 σκορποχέρης
ο, г-α η см. σπάταλος -
18 ὑδροσπάταλος
ὑδρο-σπάταλος, ὁ,A bestia marina, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑδροσπάταλος
См. также в других словарях:
σπάταλος — wanton masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπάταλος — η, ο / σπάταλος, ον, ΝΜΑ, και σπαταλός, ή, όν, Α αυτός που δαπανά, που ξοδεύει χωρίς μέτρο, χωρίς φειδώ, ασυλλόγιστα, πολυδάπανος, πολυέξοδος (α. «είναι σπάταλος, δεν τού μένει δραχμή» β. «τὰ τῶν σπαταλῶν τέρματα παλλακίδων», Ρουφίν.) νεοελλ.… … Dictionary of Greek
σπάταλος — η, ο επίρρ. α αυτός που ξοδεύει αλόγιστα: Είναι πολύ σπάταλος και δε μένουν ποτέ χρήματα πάνω του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπάταλον — σπάταλος wanton masc/fem acc sg σπάταλος wanton neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπάταλοι — σπάταλος wanton masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυδάπανος — η, ο / πολυδάπανος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που απαιτεί πολλά έξοδα, που προξενεί μεγάλη δαπάνη (α. «πολυδάπανη επιχείρηση» β. «ὥστε οὔτε ἔρημός ποτε ἡ τράπεζα βρωτῶν γίγνεται... οὔτε πολυδάπανος», Ξεν.) 2. (για πρόσ.) σπάταλος, πολυέξοδος. επίρρ...… … Dictionary of Greek
απλοχέρης, -α, -ικο — και απλόχερος, η, ο επίρρ. απλόχερα ανοιχτοχέρης, σπάταλος: Ήταν άνθρωπος απλοχέρης, όχι όμως σπάταλος. Ουσ., απλοχεριά, η το να είναι κανείς απλοχέρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άσωτος — (I) η, ο (AM ἄσωτος, ον) (Ι) [σώζω] σπάταλος, έκλυτος, διεφθαρμένος αρχ. μσν. 1. αυτός που δεν έχει ελπίδα σωτηρίας, που βρίσκεται σε απόγνωση 2. ενεργ. αυτός που φέρνει την καταστροφή, που αποτελεί κατάρα για κάποιον 3. φρ. «ἀσώτως ἔχω»… … Dictionary of Greek
αδιάχυτος — η, ο (Α ἀδιάχυτος, ον) [διαχέω] αυτός που δεν εκδηλώνεται, δεν εξωτερικεύεται αρχ. 1. που δεν μαλακώνει με το ψήσιμο 2. αδιάλυτος, ασκόρπιστος 3. (για πρόσωπα) ο μη σπάταλος ή άσωτος 4. (για ύφος λόγου) περιεκτικός, πυκνός 5. το ουδ. ως ουσ. τό… … Dictionary of Greek
αλευροσκόρπης — ο (θηλ. ού) άσωτος, σπάταλος, σκορπαλευράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεύρι + σκορπώ] … Dictionary of Greek
ανεμιστής — ο 1. αυτός που ανεμίζει το σιτάρι, ο λιχνιστής 2. όποιος εξανεμίζει την περιουσία του, ο σπάταλος 3. στρογγυλή τρύπα σε πόρτα ή παράθυρο με ακτινωτό δίσκο που περιστρέφεται από τον άνεμο για εξαερισμό … Dictionary of Greek