-
1 marnotratný
σπάταλος -
2 wasteful
σπάταλος -
3 marnotrawny
σπάταλος -
4 rozrzutny
σπάταλος -
5 мот
мотм разг ὁ ἀσωτος, ὁ σπάταλος, ὁ σκορποχέρης. -
6 нерасчетливый
нерасчетлив||ыйприл1. σπάταλος, μή οίκονόμος·2. (непредусмотрительный) ἀπρονόητος, ἀπερίσκεπτος. -
7 расточитель
расточительм ὁ σπάταλος, ὁ διασπα-θιστής. -
8 расточительный
расточитель||ныйприл σπάταλος, ἄσωτος, ἀφειδής. -
9 транжира
транжир||а м, ж ὁ σπάταλος, ὁ ἄσω-τος. -
10 extravagant
[ik'strævəɡənt]1) (using or spending too much; wasteful: He's extravagant with money; an extravagant use of materials/energy.) σπάταλος2) ((of ideas, emotions etc) exaggerated or too great: extravagant praise.) υπερβολικός•- extravagance -
11 spendthrift
noun (a person who spends his money freely and carelessly.) σπάταλος -
12 wasteful
adjective (involving or causing waste: Throwing away that bread is wasteful.) σπάταλος -
13 мот
[μότ] ουσ. α σπάταλος -
14 расточитель
[ραστατσίτιλ'] ουσ. α. σπάταλος -
15 расточительный
[ ραστατσίτιλ" νυϊ/] εκ. σπάταλος -
16 транжира
[τρανζύρα] ουσ. α./θ. σπάταλος -
17 мот
[μότ] ουσ α σπάταλος -
18 расточитель
[ραστατσίτιλ'] ουσ α σπάταλος -
19 расточительный
[ ραστατσίτιλ"νυϊ] επ σπάταλος -
20 транжира
[τρανζύρα] ουσ α /θ. σπάταλος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σπάταλος — wanton masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπάταλος — η, ο / σπάταλος, ον, ΝΜΑ, και σπαταλός, ή, όν, Α αυτός που δαπανά, που ξοδεύει χωρίς μέτρο, χωρίς φειδώ, ασυλλόγιστα, πολυδάπανος, πολυέξοδος (α. «είναι σπάταλος, δεν τού μένει δραχμή» β. «τὰ τῶν σπαταλῶν τέρματα παλλακίδων», Ρουφίν.) νεοελλ.… … Dictionary of Greek
σπάταλος — η, ο επίρρ. α αυτός που ξοδεύει αλόγιστα: Είναι πολύ σπάταλος και δε μένουν ποτέ χρήματα πάνω του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπάταλον — σπάταλος wanton masc/fem acc sg σπάταλος wanton neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπάταλοι — σπάταλος wanton masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυδάπανος — η, ο / πολυδάπανος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που απαιτεί πολλά έξοδα, που προξενεί μεγάλη δαπάνη (α. «πολυδάπανη επιχείρηση» β. «ὥστε οὔτε ἔρημός ποτε ἡ τράπεζα βρωτῶν γίγνεται... οὔτε πολυδάπανος», Ξεν.) 2. (για πρόσ.) σπάταλος, πολυέξοδος. επίρρ...… … Dictionary of Greek
απλοχέρης, -α, -ικο — και απλόχερος, η, ο επίρρ. απλόχερα ανοιχτοχέρης, σπάταλος: Ήταν άνθρωπος απλοχέρης, όχι όμως σπάταλος. Ουσ., απλοχεριά, η το να είναι κανείς απλοχέρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άσωτος — (I) η, ο (AM ἄσωτος, ον) (Ι) [σώζω] σπάταλος, έκλυτος, διεφθαρμένος αρχ. μσν. 1. αυτός που δεν έχει ελπίδα σωτηρίας, που βρίσκεται σε απόγνωση 2. ενεργ. αυτός που φέρνει την καταστροφή, που αποτελεί κατάρα για κάποιον 3. φρ. «ἀσώτως ἔχω»… … Dictionary of Greek
αδιάχυτος — η, ο (Α ἀδιάχυτος, ον) [διαχέω] αυτός που δεν εκδηλώνεται, δεν εξωτερικεύεται αρχ. 1. που δεν μαλακώνει με το ψήσιμο 2. αδιάλυτος, ασκόρπιστος 3. (για πρόσωπα) ο μη σπάταλος ή άσωτος 4. (για ύφος λόγου) περιεκτικός, πυκνός 5. το ουδ. ως ουσ. τό… … Dictionary of Greek
αλευροσκόρπης — ο (θηλ. ού) άσωτος, σπάταλος, σκορπαλευράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεύρι + σκορπώ] … Dictionary of Greek
ανεμιστής — ο 1. αυτός που ανεμίζει το σιτάρι, ο λιχνιστής 2. όποιος εξανεμίζει την περιουσία του, ο σπάταλος 3. στρογγυλή τρύπα σε πόρτα ή παράθυρο με ακτινωτό δίσκο που περιστρέφεται από τον άνεμο για εξαερισμό … Dictionary of Greek