-
1 σπυρός
-
2 σπυρούς
σπυρόςwheat: masc acc pl -
3 πῡρός
πῡρόςGrammatical information: m.Meaning: `(grain of) wheat' (Il.).Other forms: mostly pl. πῡροί (Schwyzer-Debr. 43, Chantraine Gramm. hom. 2, 30), Dor. (Cos, Thera, Syracuse a.o.) σπυρός.Compounds: Compp., e.g. πυρο-φόρος `wheat-bearing' (Il.), διόσ-πυρον n. `the cherry-like fruit of Celtis australis' (Thphr.), - πυρος m. = λιθόσπερμον (Dsc.; Strömberg Pfl.namen 128 a. 138); on the gender cf. βούτυρον, - ος (s.v.).Derivatives: Dimin. πυρίδια pl. n. (Ar., pap.); the adj. πύρ-ινος (E., X., hell.), - ικός (pap.), - ώδης (Str.), - άμινος (Hes. fr. 117 a.o.; after κυάμ-, σησάμ-ινος; Forbes Mnem. 4: 11, 157) `of wheat', - αμίς, - αμοῦς (s. v.); the subst. πυρ-ίτης ἄρτος `wheat-bread' (Aët.), αὑτο-πυρίτης (Phryn. Com., Hp.) = αὑτό-πυρος a. o. (Redard 90). -- Also πυρήν, - ῆνος m. `pip, stone of fruit' (Ion., Arist., hell.; Solmsen Wortforsch. 125f.) with ἀ-πύρην-ος `pitless' (Ar. Fr. 118, Thphr. etc.) a.o.; πυρην-ίς (Tanagra IIIa; wr. πουρεινις), - ιον (Thphr.), - ίδιον (Delos IIIa, pap.) `kernel, knag, knob'; also πυρην-άδες f. pl. n. of guild in Ephesos (inscr.); - ώδης `pit-like' (Thphr.).Etymology: Old designation of wheat, which is also retained in Balto-Slav., e.g. Lith. pūraĩ pl. `winter corn', sg. pũras m. `single corn of winter corn', SCr. pȉr m. `spelt', Russ.-CSl. pyro ' ὄλυρα, κέγχρος', Russ. pyréj `dog-grass, Triticum repens'; to this from Germ. OE fyrs `dog-grass' (deviating stem; cf. Specht Ursprung 69). Skt. pūraḥ m. `cake' remains far (Mayrhofer KEWA s.v. w. lit.). On the facts Schrader-Nehring Reallex. 2, 647. -- Anlaut. σ- in σπυρός perh. from σῖτος or from σπόρος, σπέρμα (Fraenkel Phil. 97, 169 f., IF 59, 304 f.). Further forms w. lit. in Fraenkel and Vasmer s.vv.; also WP. 2, 83 and Pok. 850. -- Orig. old `Wanderwort' (Schwyzer 58 n. 3 with Güntert a.o.)? After Nieminen KZ 74, 170f. as "what is beaten, what is threshed" to IE * pēu-, pǝu- (Pok. 827) `beat, hew cutting' in Lith. piáuti `cut, mow', Lat. paviō `beat'; worth considering.Page in Frisk: 2,631Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πῡρός
-
4 πυρός
A wheat, Triticum vulgare, μελίφρονα, μελιηδέα πυρόν, Il.8.188, 10.569; κατὰ πυρὸν ἄλεσσαν ground it, Od.20.109; given to geese, 19.536: pl., with other grains, ;πυροὶ καὶ κριθαί 9.110
, 19.112, cf. Il.11.69, IG12.76.38, al., Hdt.2.36, 4.33, Ar.V. 1405, Pax 1145, Av. 580, Th.6.22, D.19.145, Thphr.HP8.4.3, Dsc.2.85, etc.3 π. ἄγριος,= χελιδόνιον τὸ μικρόν, Dsc.2.181. (Cf. Lith. pūraĩ (pl.) 'wheat', and perh. πυρήν.) -
5 σπυράμινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπυράμινος
-
6 σπυρίς
Grammatical information: f.Compounds: σπυριδο-φόρος `basket-carrying' (pap. IIa)Derivatives: Dimin. σπυρ-ίδιον (com. a.o.; σφ- hell. pap.), - ίχνιον (Poll.; like κυλίχνη a. o.); also - ιδώδης `basketlike', - ιδόν adv. `in form of a basket' (sch.). -- Instrumentname in - ίς as σκαφίς, γλυφίς a. o.; whether first from a noun (*σπυρός v.t.) or directly from a verb, cannot be decided. As "twined basket" to (IE) * sper- `wind, twine' in σπάρ-τον, σπεῖρα a. o. with υ-vowel from syllabic r (?).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)Etymology: --The variation shows that the word is Pre-Greek. Furnée 241 compares further σύριχος (Alex.), σύρισσος (Poll.), σύρισκος (H.), ὑριχός (Ar.), ὕρισχος (Phryn.), ὑρίσκος (H.), ὑρίσσος (H.), all `twined basket', if from *σϜύριχος. -- Lat. LW [loanword] sporta (from σπυρίδα; through Etruscan?); s. W.-Hofmann s. v. w. lit.Page in Frisk: 2,773Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σπυρίς
См. также в других словарях:
σπυρός — ὁ, Α βλ. πυρός … Dictionary of Greek
Ευαγγελάτος, Σπύρος — (Αθήνα 1940 –).Φιλόλογος και σκηνοθέτης θεάτρου. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου και θεατρολογία στα πανεπιστήμια της Βιέννης και του Λονδίνου. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το Επτανησιακό … Dictionary of Greek
Καλογήρου, Σπύρος — (Αθήνα 1922 –). Ηθοποιός. Σπούδασε στη δραματική σχολή του Ελληνικού Ωδείου και όταν αποφοίτησε, το 1955, πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο με το έργο Ερωτόκριτος. Συνέχισε τη θεατρική του σταδιοδρομία συμμετέχοντας στους θιάσους των Ροντήρη, Μινωτή,… … Dictionary of Greek
Κυπριανού, Σπύρος — (Λεμεσός 1932 – 2002). Κύπριος πολιτικός, πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας (1977 88). Σπούδασε οικονομικές, εμπορικές και νομικές επιστήμες στο Λονδίνο και άσκησε το δικηγορικό επάγγελμα από το 1954. Την περίοδο που ήταν φοιτητής στην Αγγλία… … Dictionary of Greek
Λούης, Σπύρος — (Μαρούσι Αττικής 1872 – 1940). Ολυμπιονίκης αθλητής του μαραθωνίου. Κύρια ασχολία του ήταν η καλλιέργεια της γης και η μεταφορά νερού από το Μαρούσι στην Αθήνα (νερουλάς). Μολονότι δεν είχε καμία απολύτως σχέση με τον αθλητισμό, παρακινήθηκε από… … Dictionary of Greek
Μελάς, Σπύρος — (Ναύπακτος 1883 – Αθήνα 1966). Δημοσιογράφος, συγγραφέας και θεατρικός σκηνοθέτης. Ξεκίνησε να σπουδάζει νομικά, όμως εγκατέλειψε το πανεπιστήμιο και ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Εργάστηκε σε πλήθος εφημερίδες, όπου πρωτοδημοσιεύτηκαν και… … Dictionary of Greek
Μερκούρης, Σπύρος — (Ερμιόνη 1856 – Αθήνα 1939). Γιατρός και δήμαρχος Αθηναίων (1899 1914, 1929 34). Το 1929 εξελέγη γερουσιαστής αλλά παραιτήθηκε. Στον A’ Παγκόσμιο πόλεμο εκτοπίστηκε στην Κορσική (1917) για τα πολιτικά του φρονήματα. Όταν επέστρεψε στην Αθήνα… … Dictionary of Greek
Μήλιος, Σπύρος — (Χιμάρα 1800 – Αθήνα 1880). Αγωνιστής και στρατηγός. Καταγόταν από τη Βόρεια Ήπειρο. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες στη διάρκεια της Επανάστασης στις οποίες διακρίθηκε για την ανδρεία του. Μετά το τέλος του Αγώνα, κατατάχτηκε στον τακτικό στρατό και… … Dictionary of Greek
Ανδριανόπουλος, Σπύρος — Αγωνιστής του 1821 από τη Ζάκυνθο. Πολέμησε στις πολιορκίες του Νεοκάστρου και της Τρίπολης … Dictionary of Greek
Αραβαντινός, Σπύρος — (Ιωάννινα 1843 – 1906).Λόγιος και νομομαθής, γιος του Παναγιώτη Αραβαντινού. Φοίτησε στη Ζωσιμαία σχολή. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών όπου και αναγορεύτηκε διδάκτορας. Άσκησε το επάγγελμα του δικαστικού και αργότερα του δικηγόρου. Το… … Dictionary of Greek
Ασδραχάς, Σπύρος — (Αργοστόλι 1933 –).Ιστορικός ερευνητής και συγγραφέας. Σπούδασε ιστορία στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στο Παρίσι, όπου αναγορεύτηκε διδάκτορας της οικονομικής ιστορίας (1972). Εργάστηκε διαδοχικά στο Κέντρο… … Dictionary of Greek