Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σπιδ-

См. также в других словарях:

  • σπίδιος — ία, ον, Α σπιδής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπιδ ή *σπίδος(για ετυμολ. βλ. λ. σπιδής) + κατάλ. ιος] …   Dictionary of Greek

  • σπίζω — (I) Α εκτείνω, επιμηκύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπιδ (για ετυμολ. βλ. λ. σπιδής) + ρηματ. κατάλ. jω]. (II) Α φωνάζω σαν σπίζα, βγάζω τον ήχο σπι σπι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. σπίζω (πιθ. < *σπιγγ jω) και το προσηγορικό σπίζα (πιθ. <… …   Dictionary of Greek

  • σπιδής — ές, Α μακρός, εκτεταμένος («διὰ σπιδέος πεδίοιο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκή λ., η οποία απαντά μόνο στη γεν. (πρβλ. τη φρ. τής Ιλιάδας «διά σπιδέος πεδίοιο»), απ όπου οδηγούμαστε σε έναν τ. ονομαστικής σπιδής ή, κατ άλλη άποψη, πιο πιθανή,… …   Dictionary of Greek

  • σπιδνός — Α (κατά τον Ησύχ.) «πυκνός, συνεχής, πεπηγώς». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπιδ (για ετυμολ. βλ. λ. σπιδής) + επίθημα νός (πρβλ. πυκ νός). Για τη σημ. τής λ. σε σχέση με τη σημ. «μακρός, εκτεταμένος» τού τ. σπιδής πρβλ. λατ. spissus «βραδύς, δυσχερής,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»