Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

σπάσ-μα

См. также в других словарях:

  • σπάσιμο — το, Ν 1. το να σπάσει κάτι, θραύση, θλάση («σπάσιμο ποτηριού») 2. κάταγμα οστού («έχει σπάσιμο στο γόνατο») 3. κήλη 4. ρήξη τού παρθενικού υμένα 5. υπερβολική κούραση 6. φρ. «σπάσιμο νεύρων» ή, απλώς, «σπάσιμο» πρόκληση εκνευρισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

  • σπάσακας — ο, Ν αυτός που πάσχει από κήλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπασ τού αορ. τού σπάω + κατάλ. ακας (πρβλ. μεθύστ ακας, ξέρ ακας)] …   Dictionary of Greek

  • σπασίκλας — ο, θηλ. σπασίκλα, Ν (για μαθητή) υπερβολικά μελετηρός, απορροφημένος αποκλειστικά από το διάβασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπασ τού ρ. σπάω + μεγεθυντική κατάλ. ικλας / ικλα (πρβλ. τις διαλ. λ. ανοστίκλα [< άνοστος], αγανίκλα [< αγανός] κ.λπ.)] …   Dictionary of Greek

  • σπασογιατρός — ο, Ν πρακτικός, εμπειρικός γιατρός για κήλη, κομπογιανίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάσ ιμο + συνδετικό φωνήεν ο + γιατρός] …   Dictionary of Greek

  • σπασόχορτο — το, Ν το φυτό ελελίσφακος, η φασκομηλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπασ τού ρ. σπάω + χόρτο] …   Dictionary of Greek

  • χασίκλας — ο, θηλ. χασίκλα, Ν μανιώδης χασισοπότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χασίς + μεγεθ. κατάλ. ίκλας / ίκλα, πρβλ. σπασ ίκλας (για την κατάλ. αυτή πρβλ. και τους διαλ. τ. ανοστίκλα [< άνοστος], αγαν ίκλα [< αγανός])] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»