Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σοφῶ

См. также в других словарях:

  • σοφώ — όω, Α [σοφός] καθιστώ κάποιον σοφό, σοφίζω* («κύριος σοφοῑ τυφλούς», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • σοφῶ — σοφός skilled in any handicraft masc/neut gen sg (doric aeolic) σοφόω pres subj act 1st sg σοφόω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφῷ — σοφός skilled in any handicraft masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφώ — σοφός skilled in any handicraft masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφῶι — σοφῷ , σοφός skilled in any handicraft masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • АРКЕСИЛАЙ —    • Arcesĭlas и Arcesilāus,          Άρκεσίλαος, основатель средней академии; родом из Питани в Этолии, жил ок. 300 г. до Р. X. Учился сначала у математика Автолика в своем родном городе, а после смерти своего отца Севфа посещал школы Феофраста… …   Реальный словарь классических древностей

  • περισσοσοφώ — έω, Μ είμαι πολύ σοφός («τὰ χρησμοδοτήματα τῶν περισσοσοφούντων», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + σοφῶ (< σοφος < σοφός), πρβλ. φιλο σοφώ] …   Dictionary of Greek

  • εξαμαρτάνω — (AM ἐξαμαρτάνω) [αμαρτάνω] αμαρτάνω, αποτυγχάνω, διαπράττω σφάλμα («σοφῷ γὰρ αἰσχρὸν ἐξαμαρτάνειν, Αισχύλ.) αρχ. 1. δεν πετυχαίνω τον στόχο («μἡ τι παίοντες ἐξαμαρτῶμεν», Ξεν.) 2. (για αρρώστια) θεραπεύομαι ελλειπώς 3. (για πολίτευμα) έχω σοβαρές …   Dictionary of Greek

  • μύκημα — μύκημα, τὸ (ΑΜ, Α και μήκωμα) [μυκώμαι] μυκηθμός, μουκάνισμα, μούγκρισμα («μόσχου μυκήματι βρύχημα ποιοῡντες ὅμοιον», Πλούτ.) αρχ. 1. ο κρότος τής βροντής 2. ισχυρός ήχος («ἄγγελος αὐτῷ οὐρανίης ὀάριζε σοφῷ μυκήματι φωνῆς», Νόνν.) …   Dictionary of Greek

  • ξυλοσοφώ — ξυλοσοφῶ, έω (Μ) προσποιούμαι τον σοφό, κάνω τον φιλόσοφο χωρίς να είμαι, είμαι ξυλόσοφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + σοφῶ μέσω ενός αμάρτυρου αρχ. *ξυλόσοφος] …   Dictionary of Greek

  • σοφός — ή, ό / σοφός, ή, όν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύφος Α 1. πλούσιος σε γνώσεις, πολυμαθής, αυτός που γνωρίζει τα πράγματα σε βάθος, ευρυμαθής 2. έξυπνος, ευφυής (α. «σοφό παιδί» β. «ὅστις σ , Ὀδυσσεῡ, μὴ λέγει γνώμη σοφὸν φῡναι... μῶρός ἐστ ἀνήρ», Σοφ.) 3 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»