Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Πέλοπα

См. также в других словарях:

  • Πέλοπα — Πέλοψ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Ατρεύς — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Πέλοπα και της Ιπποδάμειας. Αδελφός του ήταν ο Θυέστης. Τα δύο παιδιά, με τη συνεργασία της μητέρας τους, σκότωσαν τον ετεροθαλή αδελφό τους Χρύσιππο, γιο του Πέλοπα από τη νύμφη Αξιόχη. Ύστερα από αυτό, ο Πέλοπας τα… …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

  • Δαμαρμενός — Μυθολογικό πρόσωπο. Ψαράς που καταγόταν από την Ερέτρια. Μία ημέρα ενώ ψάρευε, έβγαλε από τη θάλασσα ένα ανθρώπινο κόκαλο υπερφυσικού μεγέθους και θεωρώντας το καλό οιωνό, το πήγε στους Δελφούς, όπου πήρε εντολή να το δώσει στους Ηλείους, γιατί… …   Dictionary of Greek

  • Κίλλας ή Κίλλος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ηνίοχος του Πέλοπα και πέθανε στην υπηρεσία του. Ο Πέλοπας ίδρυσε προς τιμήν του ένα ιερό του Κιλλαίου Απόλλωνα, κοντά στον τάφο του Κ. Ο θεός, επειδή ευχαριστήθηκε από την τιμή, βοήθησε τον Πέλοπα να νικήσει τον Οινόμαο… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… …   Dictionary of Greek

  • Μυρτίλος — Μυθικό πρόσωπο, ήρωας της Ήλιδας, γιος του Ερμή ή του Δία και της Μυρτώς. Ήταν ηνίοχος του Οινόμαου, που χάρη στην επιδεξιότητα του Μ. μπόρεσε να νικήσει τους δεκαεπτά από τους μνηστήρες της Ιπποδάμειας, όταν διαγωνίστηκε μαζί τους. Ο Μ. αγαπούσε …   Dictionary of Greek

  • Ολυμπιάδα — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 670 μ.) στην πρώην επαρχία Εορδαίας του νομού Κοζάνης. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 550 μ.) στην επαρχία Ελασσόνας του νομού Λαρίσης. 3. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ.) του νομού Ηλείας. 4.… …   Dictionary of Greek

  • Πίνδαρος — I Αρχαίος Έλληνας ποιητής (Κυνός Κεφαλαί, Βοιωτία 518 Άργος 440 π.Χ.), ο κορυφαίος των αρχαίων λυρικών. Ξένος πνευματικά στη μεταβολή που ακολούθησε μετά τους περσικούς πολέμους και οδήγησε στον θρίαμβο της δημοκρατίας, παράμεινε επίμονα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»