-
1 Πέλοπα
Πέλοψmasc acc sg -
2 κατ-όμνῡμι
κατ-όμνῡμι (s. ὄμνυμι), beschwören, durch einen Eid bekräftigen; τινί τι, Ar. Av. 447; τὼ ϑεὼ κατώμοσας, du hast bei ihnen geschworen, sie als Zeugen des Eides angerufen, Eccl. 158; Πέλοπα κατόμνυμι Eur. I. A. 473; τὴν ἐμὴν ψυχήν Or. 1517; ὅρκον I. T. 790; mit doppeltem accus., ἅγιον ὅρκον σὸν κάρα κατώμοσα Hel. 841; Sp. auch c. gen., τῆς κεφαλῆς, beim Haupte, Suid.; absolut, Ar. Ran. 305. – Med. sich mit einem Eide binden, schwören, κατωμνύμην φαμένη αὐτὸν οὐ καλῶς ποιέειν Her. 6, 69; τοῦ Δημαρήτου 6, 65, gegen den Demaratus, d. h. ihn anklagen; öfter bei Paus. Vom Klägereide, Dem. τὸν ἀδελφὸν κατωμόσατο ἐκ τοῦ πατρὸς εἶναι τοῦ ἐμοῦ 39, 4. Auch κατόμνυσϑε τοὺς ϑεούς, Aristaen. 2, 20. Bei Synes. im Ggstz von ἀπόμνυμι.
-
3 ἀγάλλω
-
4 ἔλεφας
1 ivory ἐλέφαντι φαίδιμον ὦμον κεκαδμένον (sc. Πέλοπα) O. 1.27 met.,Μοῖσά τοι κολλᾷ χρυσόν, ἔν τε λευκὸν ἐλέφανθ' ἁμᾶ N. 7.78
-
5 ἵμερος
1 longing τότ' Ἀγλαοτρίαιναν ἁρπάσαι (sc. Πέλοπα),δαμέντα φρένας ἱμέρῳ O. 1.41
c. gen., ( δένδρεα)τῶν νιν γλυκὺς ἵμερος ἔσχεν φυτεῦσαι O. 3.32
-
6 καίνυμαι
1 excel, be distinguished ( Πέλοπα) ἐλέφαντι φαιδίμον ὦμον κεκαδμένον O. 1.27 κε]καδμεν[ (Π: ]καδεμεν[ Π̆{S}, v. 1. ?) P. Oxy. 2447 fr. 12. -
7 μέλος
μέλος (-ος, -ει, -ος; -έων, -εσσιν, -η.)a limb μαχαίρᾳ τάμον κατὰ μέλη (sc. Πέλοπα) O. 1.49πολιῷ χαλκῷ μέλη τετρωμένοι P. 3.48
ἀγχομένοις δὲ χρόνος ψυχὰς ἀπέπνευσεν μελέων ἀφάτων of serpents N. 1.47θνατὰ μεμνάσθω περιστέλλων μέλη N. 11.15
μελέων ἄπο ποικίλον [σπά]ργανον ἔρριψεν (sc. Ἡρακλέης) Πα. 2. 11. εὕδει δὲ πρασσόντων μελέων sc. the soul fr. 131b. 3.bI songἐγκωμίων τε μελέων λυρᾶν τε τυγχανέμεν O. 2.47
τὸ μὲν Ἀρχιλόχου μέλος, φωνᾶεν Ὀλυμπίᾳ O. 9.1
[ σεμνόν τ' ἐπίνειμαι ἀκρωτήριον Ἄλιδος τοιοῖσδε μέλεσσιν (v. l. βέλεσσιν) O. 9.8]γλυκὺ γὰρ αὐτῷ μέλος ὀφείλων ἐπιλέλαθ O. 10.3
χλιδῶσα δὲ μολπὰ πρὸς κάλαμονἀντιάξει μελέων O. 10.84
τόδε φέρων μέλος ἔρχομαι P. 2.4
τόδε μὲν μέλος ὑπὲρ πολιᾶς ἁλὸς πέμπεται P. 2.68
( Ἀρκεσίλαν)ἔχοντα Πυθωνόθεν τὸ καλλίνικον λυτήριον δαπανᾶν μέλος χαρίεν P. 5.107
ἔργμασιν νικαφόροις ἐγκώμιον ζεῦξαι μέλος N. 1.7
θαμά κε, τῷδε μέλει κλιθείς, ὕμνον κελάδησε καλλίνικον N. 4.15
ἐξύφαινε, γλυκεῖα, καὶ τόδ' αὐτίκα, φόρμιγξ, Λυδίᾳ σὺν ἁρμονίᾳ μέλος πεφιλημένον Οἰνώνᾳ N. 4.45
δεύτερον κρατῆρα Μοισαίων μελέων κίρναμεν I. 6.2
ἀνδ]ρὶ σοφῷ παρέχει μέλος[ Pae. 18.3
ἀχεῖ τ' ὀμφαὶ μελέων σὺν αὐλοῖς fr. 75. 18. [ μέλος ( μέλι Wil. e Σ.) fr. 97.] καμπύλον μέλος διώκων hyporchema *fr. 107a. 3.* τροχὸν μέλος fr. 177c. ]σ' ἀγλαὸν μέλος [παρ]θενηίας ὀπὸς εὐηρ[ατ ?fr. 333a. 13.II music, of flutes.παρθένος αὐλῶν τεῦχε πάμφωνον μέλος P. 12.19
( δελφίς) τὸν μὲν αὐλῶν ἐκίνησ' ἐρατὸν μέλος fr. 140b. 17.III met. μαθὼν δέ τις ἀνερεῖ, εἰ πὰρ μέλος ἔρχομαι ψάγιον ὄαρον ἐννέπων go out of tune N. 7.69 -
8 φαίδιμος
1 gleaming ἐλέφαντι φαίδιμον ὦμον κεκαδμένον (sc. Πέλοπα) O. 1.27φαιδίμαν γαίᾳ πεφύρσεσθαι κόμαν ἔνεπεν N. 1.68
met.,κατὰ γαἶ αὐτόν τέ νιν καὶ φαιδίμας ἵππους ἔμαρψεν O. 6.14
“ φαιδίμαν ἀνδρὸς αἰδοίου πρόσοψιν θηκάμενος” P. 4.28 -
9 ὦμος
1 shoulder ἐλέφαντι φαίδιμον ὦμον κεκαδμένον (sc. Πέλοπα) O. 1.27
См. также в других словарях:
Πέλοπα — Πέλοψ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Ατρεύς — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Πέλοπα και της Ιπποδάμειας. Αδελφός του ήταν ο Θυέστης. Τα δύο παιδιά, με τη συνεργασία της μητέρας τους, σκότωσαν τον ετεροθαλή αδελφό τους Χρύσιππο, γιο του Πέλοπα από τη νύμφη Αξιόχη. Ύστερα από αυτό, ο Πέλοπας τα… … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
Δαμαρμενός — Μυθολογικό πρόσωπο. Ψαράς που καταγόταν από την Ερέτρια. Μία ημέρα ενώ ψάρευε, έβγαλε από τη θάλασσα ένα ανθρώπινο κόκαλο υπερφυσικού μεγέθους και θεωρώντας το καλό οιωνό, το πήγε στους Δελφούς, όπου πήρε εντολή να το δώσει στους Ηλείους, γιατί… … Dictionary of Greek
Κίλλας ή Κίλλος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ηνίοχος του Πέλοπα και πέθανε στην υπηρεσία του. Ο Πέλοπας ίδρυσε προς τιμήν του ένα ιερό του Κιλλαίου Απόλλωνα, κοντά στον τάφο του Κ. Ο θεός, επειδή ευχαριστήθηκε από την τιμή, βοήθησε τον Πέλοπα να νικήσει τον Οινόμαο… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… … Dictionary of Greek
Μυρτίλος — Μυθικό πρόσωπο, ήρωας της Ήλιδας, γιος του Ερμή ή του Δία και της Μυρτώς. Ήταν ηνίοχος του Οινόμαου, που χάρη στην επιδεξιότητα του Μ. μπόρεσε να νικήσει τους δεκαεπτά από τους μνηστήρες της Ιπποδάμειας, όταν διαγωνίστηκε μαζί τους. Ο Μ. αγαπούσε … Dictionary of Greek
Ολυμπιάδα — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 670 μ.) στην πρώην επαρχία Εορδαίας του νομού Κοζάνης. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 550 μ.) στην επαρχία Ελασσόνας του νομού Λαρίσης. 3. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ.) του νομού Ηλείας. 4.… … Dictionary of Greek
Πίνδαρος — I Αρχαίος Έλληνας ποιητής (Κυνός Κεφαλαί, Βοιωτία 518 Άργος 440 π.Χ.), ο κορυφαίος των αρχαίων λυρικών. Ξένος πνευματικά στη μεταβολή που ακολούθησε μετά τους περσικούς πολέμους και οδήγησε στον θρίαμβο της δημοκρατίας, παράμεινε επίμονα… … Dictionary of Greek