-
1 σκυτάλα
σκυτάλᾱ, σκυτάληstaff: fem nom /voc /acc dualσκυτάλᾱ, σκυτάληstaff: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 σκυτάλα
1 message stick met., message bringer ἐσσὶ γὰρ ἄγγελος ὀρθός, ἠυκόμων σκυτάλα Μοισᾶν (sc. Αἰνέας, leader of the chorus) O. 6.91 -
3 σκύταλα
σκύταλονcudgel: neut nom /voc /acc pl -
4 σκυτάλας
σκυτάλᾱς, σκυτάληstaff: fem acc plσκυτάλᾱς, σκυτάληstaff: fem gen sg (doric aeolic) -
5 σκυτάλαι
σκυτάληstaff: fem nom /voc plσκυτάλᾱͅ, σκυτάληstaff: fem dat sg (doric aeolic) -
6 ἄγγελος
ἄγγελος (-ος, -ον; -οι, -ων.)1 messenger ἄγγελον ἐσλὸν ἔφα τιμὰν μεγίσταν πράγματι παντὶ φέρειν (sc. Ὅμηρος.) P. 4.278παλίγγλωσσον δέ οἱ ἀθάνατοι ἀγγέλων ῥῆσιν θέσαν N. 1.59
ἑκόντι δ' ἐγὼ νώτῳ μεθέπων δίδυμον ἄχθος ἄγγελος ἔβαν N. 6.57
ἦλθον ἄγγελοι ὀπίσω Σκυρόθεν Νεοπτόλεμον εὐρυβίαν ἄγοντες Pae. 6.101
fig. ἐσσὶ γὰρ ἄγγελος ὀρθός, ἠυκόμων σκυτάλα Μοισᾶν (sc. Αἰνέας, the chorus leader.) O. 6.90 -
7 κρατήρ
1 mixing bowl for wineθαρσαλέα δὲ παρὰ κρατῆρα φωνὰ γίνεται N. 9.49
met., cf. κίρναμι a: ἐσσὶ γὰρ ἄγγελος ὀρθός, σκυτάλα Μοισᾶν, γλυκὺς κρατὴρ ἀγαφθέγκτων ἀοιδᾶν (sc. Αἰνέας, the chorus leader) O. 6.91θάλλοντος ἀνδρῶν ὡς ὅτε συμποσίου δεύτερον κρατῆρα Μοισαίων μελέων κίρναμεν I. 6.2
-
8 μοῖσα
1 art of the muse γινώσκομαι δὲ καὶ μοῖσαν παρέχων ἅλις a chorus of Keans speaks; a ref. to Simonides and Bacchylides? Πα. 4. 24, cf. 2. a. β. infra.2 Muses, the nine daughters of Mnemosyne by Zeus, v. Πα. 12. 2, Πα. 6. 56, patrons of the arts, cf. Κλεώ, Πιερίδες, Ἑλικωνιάδες, Χάριτες, Τερψιχόρα, Καλλιόπα.a sing.I semi-personified as the provider of inspiration and song.ἐμοὶ μὲν ὦν Μοῖσα καρτερώτατον βέλος ἀλκᾷ τρέφει O. 1.112
Μοῖσα δ' παρέστα μοι νεοσίγαλον εὑρόντι τρόπον O. 3.4
ὦ Μοῖσ, ἀλλὰ σὺ καὶ θυγάτηρ Ἀλάθεια Διός O. 10.3
Μοῖσα, καὶ πὰρ Δεινομένει κελαδῆσαι πίθεό μοι P. 1.58
Μοῖσα P. 4.3
Μοῖσα, τὸ δὲ τεὸν P. 11.41
ὦ πότνια Μοῖσα, μᾶτερ ἁμετέρα, λίσσομαι N. 3.1
εὔθυν' ἐπὶ τοῦτον, ἄγε, Μοῖσα, οὖρον ἐπέων εὐκλέα N. 6.28
Μοῖσά τοι κολλᾷ χρυσόν N. 7.77
ὦ Μοῖσα I. 6.57
αἰτέομαι χρυσέαν καλέσαι Μοῖσαν I. 8.6
Μοῖσ, ἀνέγειρ' ἐμέ fr. 6a. e. ἐμὲ δ' ἐξαίρετον κάρυκα σοφῶν ἐπέων Μοῖσ ἀνέστασ Δ. 2. 2. μαντεύεο, Μοῖσα fr. 150. Μοῖσ' ἀνέηκέ με fr. 151.II the art of the muses, musicἐν δὲ Μοῖσ' ἁδύπνοος, ἐν δ Ἄρης ἀνθεῖ O. 13.22
αὔξεται καὶ Μοῖσα δἰ ἀγγελίας ὀρθᾶς P. 4.279
δίδωσί τε Μοῖσαν, οἷς ἂν ἐθέλῃ sc.Ἀπόλλων P. 5.65
Μοῖσα δ' οὐκ ἀποδαμεῖ P. 10.37
μεγάλων δ' ἀέθλων Μοῖσα μεμνᾶσθαι φιλεῖ N. 1.12
Αἰακῷ σε (= θυμόν) φαμὶ γένει τε Μοῖσαν φέρειν N. 3.28ἁ Μοῖσα γὰρ οὐ φιλοκερδής πω τότ' ἦν οὐδ ἐργάτις I. 2.6
ἔνθα ἀριστεύοισιν καὶ χοροὶ καὶ Μοῖσα καὶ Ἀγλαία at Sparta fr. 199. 3.III frag.λίγεια μὲν Μοῖσ' ἀφα[ Pae. 14.32
b pl., as goddesses and patrons of the arts.τοῦτό γέ οἱ σαφέως μαρτυρήσω· μελίφθογγοι δ' ἐπιτρέψοντι Μοῖσαι O. 6.21
ἐσσὶ γὰρ ἄγγελος ὀρθός, ἠυκόμων σκυτάλα Μοισᾶν the chorus leader, Aineas O. 6.91νέκταρ χυτόν, Μοισᾶν δόσιν O. 7.7
ἑκαταβόλων Μοισᾶν ἀπὸ τόξων O. 9.5
ἐν Μοισᾶν δίφρῳ O. 9.81
ἐγγυάσομαι ὔμμιν, ὦ Μοῖσαι O. 11.17
Μοίσαις γὰρ ἀγλαοθρόνοις ἑκὼν Ὀλιγαιθίδαισίν τ' ἔβαν ἐπίκουρος O. 13.96
χρυσέα φόρμιγξ, Ἀπόλλωνος καὶ ἰοπλοκάμων σύνδικον Μοισᾶν κτέανον P. 1.2
ἀμφί τε Λατοίδα σοφίᾳ βαθυκόλπων τε Μοισᾶν P. 1.12
χρυσαμπύκων μελπομενᾶν ἐν ὄρει Μοισᾶν καὶ ἐν ἑπταπύλοις ἄιον Θήβαις sc. Peleus and Kadmos, on the occasion of their marriages (cf. N. 5.23) P. 3.90 ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ Μοίσαισι δώσω (cf. N. 10.26) P. 4.67 ἔν τε Μοίσαισι ποτανὸς ἀπὸ ματρὸς φίλας Arkesilas, soaring among the arts P. 5.114αἱ δὲ σοφαὶ Μοισᾶν θύγατρες ἀοιδαὶ N. 4.3
πρόφρων δὲ καὶ κείνοις ἄειδ' ἐν Παλίῳ Μοισᾶν ὁ κάλλιστος χορός at the marriage of Peleus and Thetis N. 5.23μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε N. 7.12
κωμάσομεν παρ' Ἀπόλλωνος Σικυωνόθε, Μοῖσαι, τὰν νεοκτίσταν ἐς Αἴτναν N. 9.1
ἀκοντίζων σκοποἶ ἄγχιστα Μοισᾶν N. 9.55
( Θεαῖος) Μοίσαισί τ' ἔδωκ ἀρόσαι (τουτέστι τοὺς στεφάνους διὰ τὸν ὕμνον Σ.) N. 10.26χρυσαμπύκων ἐς δίφρον Μοισᾶν ἔβαινον κλυτᾷ φόρμιγγι συναντόμενοι I. 2.2
προφρόνων Μοισᾶν τύχοιμεν I. 4.43
φλέγεται δ' ἰοπλόκοισι Μοίσαις Strepsiadas I. 7.23 ταμίαι τε σοφοὶ Μοισᾶν ἀγωνίων τ' ἀέθλων the citizens of Aigina I. 9.8ἀλλὰ παρθένοι γάρ, ἴσθ' ὅτι, Μοῖσαι, πάντα Pae. 6.54
Μοισᾶν[ Pae. 6.181
πο]τανὸν ἅρμα μοισα[ Πα. 7B. 14.ὦ Μοῖσαι Pae. 8.65
ἐννέ[α Μοί]σαις Pae. 12.2
εὐάμπυκες [ ἀέ]ξετ' ἔτι, Μοῖσαι, θάλος ἀοιδᾶν Δ. 1. 1. τί ἔρδων φίλος σοί τε, καρτερόβρεντα Κρονίδα, φίλος δὲ Μοίσαις, Εὐθυμίᾳ τε μέλων εἴην; fr. 155. 2. οὔτοι με ξένον οὐδ' ἀδαήμονα Μοισᾶν ἐπαίδευσαν κλυταὶ Θῆβαι fr. 198. εὔδ]οξα Μοίσαις[ (supp. Snell, cum χρυ[σο]π[λόκοις coniugens, improbante Lobel) fr. 215b. 8. Μοῖσαι ἀργύρεαι ?fr. 287. ] ροαι δὲ Μοῖσαι ω[ ?fr. 334a. 3. θρέμματα Μουσῶν ( Μοισᾶν scribendum: of poets) ?fr. 352. -
9 σκυτάλη
A staff, cudgel, club, D.S.3.8; σ. ἀγριέλαιος, of Heracles' club, AP9.237 (Eryc.); cf. σκύταλον:—Special usages:1 at Sparta, staff or baton, used as a cypher for writing dispatches, a strip of leather being rolled slantwise round it, on which the dispatches were written lengthwise, so that when unrolled they were unintelligible: commanders abroad had a staff of like thickness, round which they rolled these strips, and so were able to read the dispatches:—hence σκυτάλη came to mean a Spartan dispatch, Th.1.131, X.HG3.3.8, Ar.Lys. 991, Plu.Lys.19, Gell.17.9.15; and, generally, dispatch, message, as Pi. calls the bearer of his odeσκυτάλα Μοισᾶν O.6.91
, where the Sch. quotes ἀχνυμένη σκυτάλη (dub. sens.) from Archil. (Fr.89.2); ἡ σκυτάλης περιτροπή, of labour in vain (cf. ὕπερος), Pl.Tht. 209d.3 strickle for levelling grain piled up in a measure,σ. δικαία PTeb.823.15
, PAmh.2.43.10 (both ii B.C.), cf. Poll.4.170.5 strip or rod of metal or ivory,κασσιτέρου Inscr.Délos 442
B 170 (ii B.C.); ἐλέφαντος ibid.; cf. Hld.9.15.7 handle or lever in a machine, Orib.49.3.3; handspike for turning a wheel, Ph.Bel.68.6, 85.2, Hero Bel.86.12 (pl.).III cylinder or roller wherewith weights are moved, Arist.Mech. 852a16, cf. CPHerm. 95.16 (iii A.D.).IV a serpent, of uniform roundness and thickness, Nic.Th. 384, Sor. ap. Philum.Ven.27.3 (for Plu.Crass.32 v. Σκύλλα).V finger-bone, phalanx, Paul.Aeg.6.43, Tz.H.9.126.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκυτάλη
-
10 σκύτη
σκύτη· κεφαλή, Hsch.; also [full] σκύτα· τὸν τράχηλον, Σικελοί, Id.; freq. in Hp. acc. to Psell. ap. Zonar.1 p.cxviii.8 Tittm.; cited fr. Hp. by Erot. and expld. asA part of the neck or spinal marrow or scalp, citing Archil.122; τὰ σκύταλα (leg. σκύτα) .., ὅ ἐστι τοὺς τραχήλους, Sch. Ar.Av. 1283 (ascribed to Epich. ( 173a ) by Kaibel CGFp.vii). -
11 σκύτη
Grammatical information: f.Meaning: κεφαλή; σκύτα τὸν τράχηλον. Σικελοί H. (Epich.?; s. Kaibel CGF p. V); unclear Archil. 122 (in Erot., where diff. expl.); Hp.; uncertain σκύταλα `id.' (Sch. Ar. Av. 1283).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: To σκῠτάλη ?; cf. Lit. dial. skutnà `planed place, bald crown, baldhead'. Details in Bechtel Dial. 2, 287. -- Furnée 359, 362 compares κοτ(τ)ίς, ( προ)-κόττα `head' and σκύτα τὸν τράχηλον. Σικελοί H. and concludes to a Pre-Greek word.Page in Frisk: 2,744Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σκύτη
См. также в других словарях:
σκυτάλα — σκυτάλᾱ , σκυτάλη staff fem nom/voc/acc dual σκυτάλᾱ , σκυτάλη staff fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκύταλα — σκύταλον cudgel neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυτάλας — σκυτάλᾱς , σκυτάλη staff fem acc pl σκυτάλᾱς , σκυτάλη staff fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυτάλη — Είδος μικρού ραβδιού, που τη χρησιμοποιούσαν ιδιαίτερα στην αρχαία Σπάρτη οι έφοροι για την αποστολή των μυστικών μηνυμάτων τους στο εξωτερικό, σε στρατηγούς, βασιλιάδες και άλλους επίσημους. Τύλιγαν μια στενή άσπρη δερμάτινη ταινία γύρω από ένα… … Dictionary of Greek
σκυτάλαι — σκυτάλη staff fem nom/voc pl σκυτάλᾱͅ , σκυτάλη staff fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)