-
1 σκυταλα
-
2 σκυταλη
дор. σκῠτάλᾱ (τᾰ) ἥ1) булава, палица, дубина Plat., Diod., Plut., Luc., Anth.2) скитала (род шифрованного послания у спартанцев; послание писалось на спирально обернутом вокруг палки ремне, а адресат прочитывал его, наматывая полученный ремень на палку такой же толщины и формы) Thuc., Xen.3) послание, весть Pind., Plut.4) деревянная табличка ( с указанием количества денег в мешке) Diod.5) скитала ( род змеи) Plut.6) каток ( для перекатывания тяжестей) Arst.
См. также в других словарях:
σκυτάλα — σκυτάλᾱ , σκυτάλη staff fem nom/voc/acc dual σκυτάλᾱ , σκυτάλη staff fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκύταλα — σκύταλον cudgel neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυτάλας — σκυτάλᾱς , σκυτάλη staff fem acc pl σκυτάλᾱς , σκυτάλη staff fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυτάλη — Είδος μικρού ραβδιού, που τη χρησιμοποιούσαν ιδιαίτερα στην αρχαία Σπάρτη οι έφοροι για την αποστολή των μυστικών μηνυμάτων τους στο εξωτερικό, σε στρατηγούς, βασιλιάδες και άλλους επίσημους. Τύλιγαν μια στενή άσπρη δερμάτινη ταινία γύρω από ένα… … Dictionary of Greek
σκυτάλαι — σκυτάλη staff fem nom/voc pl σκυτάλᾱͅ , σκυτάλη staff fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)