-
1 σκεπάζω
A : ([etym.] σκέπω ) prose form of σκεπάω:— cover, shelter,σ. τὰ δεόμενα σκέπης X.Mem.3.10.9
, cf. Eq. 12.8, Arist. IA 711b32, PA 658b6; [full] ς. [τινὰ] ἱματίοις cover him with blankets, POxy.1088.47 (i A.D.):—[voice] Med., [tense] aor. 1, Gal.4.549:—[voice] Pass., Aër.8, cf. X.Cyr.8.8.17, Arist.GA 785a27; esp. of armour, Plb.1.22.10, etc.;δοραῖς τὸ σῶμα σ. POxy. 1241 iv 18
(ii A.D.); ἐσκεπασμένην σκοπαῖς guarded, watched, Lyc.1311;σ. ἀπὸ καύματ ος LXX Si.14.27
.2 protect or shelter, esp. by patronage,τοὺς πλινθουλκούς, οὒς ἔδει λειτουργεῖν PSI4.440.14
(iii B.C.):—[voice] Pass., PHib.1.35.10 (iii B.C.), UPZ110.15 (ii B.C.).II c. acc. rei, keep off,καῦμα τῶν Ἐρώτων Anacreont.17.9
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκεπάζω
-
2 σκέπανον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκέπανον
-
3 σκεπανός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκεπανός
-
4 σκέπασις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκέπασις
-
5 σκέπασμα
A a covering,τῶν σ. ὑποπετάσματα μὲν ἄλλα, περικαλύμματα δὲ ἕτερα Pl.Plt. 279d
; of a cap or shoe, Id.Lg. 942d; of clothing generally, Arist.Pol. 1336a17; alsoὄνυχες σ. τῶν ἀκρωτηρίων εἰσίν Id.PA 687b24
; covering membrane, Id.GA 780b28; τὸ φύλλον περικαρπίου ς., in plants, Id.de An. 412b2;οἰκία σ. ἐκ πλίνθων καὶ λίθων Id.Metaph. 1043a32
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκέπασμα
-
6 σκεπασμός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκεπασμός
-
7 σκεπαστέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκεπαστέον
-
8 σκεπαστήριος
A fitted for covering, defensive, δοραῖς χρῆσθαι ς. D.S.1.24;ὅπλον Id.5.18
;τὰ σ. ὅπλα D.H.2.38
,39; also τὰ ς. (without ὅπλα) Id.8.89; of a cloak, Ph.1.20; of a shield for the eyes, Herod.Med. ap. Orib. 10.8.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκεπαστήριος
-
9 σκεπαστής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκεπαστής
-
10 σκεπαστικός
2 metaph., sheltering, BGU1185.8 (i B.C.), OGI665.40 (Egypt, i A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκεπαστικός
-
11 σκεπαστός
A covered, σ. (sc. κλισία), ἡ, shed, covered sheep-fold, Eust.1165.52, 1957.57: σκεπαστόν, τό, tilted wagon, Aq.Nu.7.3, Is.66.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκεπαστός
-
12 σκεπάστρα
σκεπ-άστρα, ἡ,A surgical bandage, Gal.18(1).777.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκεπάστρα
-
13 σκέπαστρον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκέπαστρον
-
14 σκέπας
σκέπ-ας, gen.A- αος Arat.857
: τό: ([etym.] σκέπω):—covering, shelter, Hom., only in Od.; κὰδ δ' ἄρ' Ὀδυσσῆ' εἷσαν ἐπὶ σκέπας placed him in or under shelter, 6.212, cf. 210; σ. ἀνέμοιο shelter from the wind, 5.443, 12.336: abs. in poet. nom. and acc. pl. σκέπᾰ, Hes.Op. 532;σκέπας ὅρμων Lyc.736
; of clothes, χλαίνης λιτὸν ς. AP9.43 (Parmen.); of the Maced. hat ([etym.] καυσία), ib.6.335 (Antip. Thess.): pl.,ζωσάμενοι σκέπασι λινοῖς Porph.Abst.4.12
codd. ( σκεπάσμασι is prob. l.): metaph. in sg., pretext, pretence, E.Antiop. iv B 2 Arnim.—In Prose commonly σκέπη (q.v.), or σκέπασμα. -
15 σκεπάω
A cover, shelter, ἀνέμων σκεπόωσι κῦμα ([dialect] Ep. for σκεπάουσι, σκεπῶσι) they ward off (provide shelter against) the sea raised by the wind, Od.13.99;κόρυν σκεπάουσιν ἔθειραι Theoc. 16.81
(v.l. σκιάουσι). -
16 σκεπεινός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκεπεινός
-
17 σκέπη
A covering, shelter, protection, Hp.VM16;σ. ἄκαπνος Id.Acut.65
; of clothes, Id.Aër.8; of arms, Plb.6.22.3, etc.; of the flesh as the covering of bones, Ti.Locr.100b; of the hair,σκέπης χάριν αἱ τρίχες Arist. PA 658a18
; δεῖσθαι σκέπης ib.20;σ. δερματική Id.GA 719b4
; σ. φλοιῶτις,= φλοιός, Lyc. 1422.II shelter, protection, τὰ δεόμενα σκέπης the parts of the body needing protection, X.Mem.3.10.9;σκιὰν καὶ σ. παρέχειν Pl. Ti. 76d
;ἐν σκέπῃ εἶναι Arist.PA 689b29
;σ. ἔχειν D.S.5.65
.2 c. gen., σ. πνευμάτων shelter from them, Hp. Aër.3; soἐν σκέπῃ τοῦ πολέμου Hdt.7.172
, 215;τοῦ φόβου Id.1.143
;τοῦ κρύους Ael.NA9.57
: but ὑποστέλλειν ἑαυτὸν ὑπὸ τὴν Ῥωμαίων ς. under their protection, Plb. 1.16.10; ὄντα αὐτοῦ ὑπὸ σκέπην being under his protection, PTeb.34.12 (ii/i B.C.); ἀντέχεσθαι τῆς σῆς ς. ib.40.9 (ii B.C.); ἔξω ἱεροῦ.. καὶ πάσης ς. Sammelb.5680.19 (iii B.C.), cf. PHib.1.93.5 (iii B.C.). -
18 σκεπτέον
A one must reflect or consider, Ar.Eq.35, Th. 1.72;οὐ ταύτῃ σ. ὃ ζητοῦμεν Pl. Tht. 188c
;περί τινος Id.Ti. 28b
;τόδε, εἰ.. X.Eq.3.4
;τίς κτῆσις δικαία ἐστί Id.Cyr.1.3.17
;ποῖά ποτε.. Id.Smp.8.39
;ὅπως.. Id.An.1.3.11
; one must pay attention to,τὸ χωρίον Hp.Liqu.2
.2 σκεπτέος, α, ον, to be considered, examined,ἡ ἀλήθεια σ. αὐτῶν Antipho 3.4.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκεπτέον
-
19 σκεπτήριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκεπτήριον
-
20 σκεπτικός
A thoughtful, reflective, Phld.Rh.1.191 S.: οἱ σ. (also ἀπορητικοί, ἐφεκτικοί ) the Sceptics or philosophers who asserted nothing positively, followers of Pyrrho, Luc.Vit.Auct.27, D.L.Prooem. 20,9.69 sq., Gell.11.5; ἡ σ. φιλοσοφία orἀγωγή S.E.P.1.5
,7, etc. Adv., - κῶς ἔχειν to profess the Sceptical philosophy, D.L.9.71: [comp] Comp.- ώτερον S.E.M.9.194
, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκεπτικός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σκέπαρνο — το / σκέπαρνον, ΝΑ, και σκέπαρνος, ὁ, Α το σκεπάρνι αρχ. 1. ξυλουργικό εργαλείο με διπλή αμφίπλευρη κοπτική αιχμή, τής οποίας η μία πλευρά είναι μεγάλη και η άλλη μικρή («σκέπαρνον τὸν ἀμφίστομον πέλεκυν», Ησύχ.) 2. είδος χειρουργικού επιδέσμου 3 … Dictionary of Greek
κάνιστρο — και κανίστρι, το (Α κάνιστρον και κάνιτρον και κάναστρον και κάνυστρον και κάναυστρον) ευρύ και αβαθές καλάθι πλεγμένο από καλάμι ή λυγαριά, κανίσκι, πανέρι αρχ. πήλινο αγγείο, πινάκιο με σχήμα κανίστρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάνεον με καταλ. δηλωτικές… … Dictionary of Greek
μισόσκεπος — η, ο σκεπασμένος κατά το ήμισυ, μισοσκεπασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισ(ο) * + σκεπος (< θ. σκεπ τού σκεπάζω), πρβλ. ξέ σκεπος] … Dictionary of Greek
ολόσκεπος — η, ο ο εξ ολοκλήρου σκεπασμένος, στεγασμένος εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο) * + σκεπός (< θ. σκεπ τού σκεπάζω), πρβλ. μισό σκεπος] … Dictionary of Greek
σεπτήρια — Γιορτή που γινόταν στην αρχαιότητα στους Δελφούς κάθε 9 χρόνια, σε ανάμνηση του αγώνα μεταξύ Πύθωνα και Απόλλωνα. Έφτιαχναν αρχικά ένα ομοίωμα της καλύβας του Πύθωνα, έπειτα ακολουθούσε μια απομίμηση της μονομαχίας Πύθωνα Απόλλωνα, και κατόπιν… … Dictionary of Greek
σκέμμα — ατος, τὸ, ΜΑ 1. σχέδιο, τέχνασμα («συμμέτοχος τοῡ σκέμματος», Ιώσ.) 2. πλεκτάνη, επιβουλή, ενέδρα («ἠδίκεις κοινωνῶν τῆς ἐπιβουλῆς, ὅσον ἐπὶ τοῑς σκέμμασι», Ιούλ. Καίσ.) αρχ. 1. αντικείμενο σκέψης, διανόησης («εἰς φαῡλον... σκέμμα ἐμπεπτώκαμεν… … Dictionary of Greek
σκέπτομαι — ΝΑ και σκέφτομαι Ν 1. κάνω σκέψεις, διανοούμαι, συλλογίζομαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι (α. «θα τό σκεφθώ και θα σού απαντήσω» β. «ὃ πολλάκις ἐσκεψάμην», Θουκ.) 2. (η μτχ. τού παθ. παρακμ.) εσκεμμένος, η, ο αυτός που γίνεται μετά από σκέψη,… … Dictionary of Greek
σκεμμός — ὁ, Α (κατά το λεξ. Σούδα) σκέψη («τοὺς βασιλείους ἐμήνυον σκεμμούς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκεπ τού σκέπτομαι + κατάλ. μος, με αφομοίωση τού π ] … Dictionary of Greek
σκεπτήριον — τὸ, Α τεκμήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκεπ τού σκέπτομαι* + επίθημα τήριον (πρβλ. καλυπ τήριον)] … Dictionary of Greek
στέγη — Τμήμα οικοδομής, που καλύπτει το πάνω μέρος της για να προφυλάξει το εσωτερικό της από τις καιρικές συνθήκες. Τύποι στέγης είναι η ταράτσα, η επικλινής, η αψίδα και θόλος. Η ταράτσα είναι μια επίπεδη οροφή που αποτελείται, από ξύλινες ή… … Dictionary of Greek
σφεδανός — και σφαδανός ή, όν, Α 1. σφοδρός, ορμητικός, βίαιος («ἢ στάσιας σφεδανάς», Ξενοφ.) 2. (στον Όμ. το ουδ. ως επίρρ.) σφεδανόν με ορμή, με σφοδρότητα, ορμητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ ρίζα *sp(h)e(n)d «σπαράζω, σπαρταρώ» (βλ. λ.… … Dictionary of Greek