Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σκωληκό-βρωτος

См. также в других словарях:

  • πυρίβρωτος — ον, Α αυτός που κατασπαράζεται ή κατασπαράχθηκε από τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + βρωτος (< βρωτός < βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. θηρό βρωτος, σκωληκό βρωτος] …   Dictionary of Greek

  • καμπόβρωτος — η, ο (Μ καμπόβρωτος, η, ον) φαγωμένος από κάμπιες, σκωληκόβρωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμπη (Ι) + βρωτος (< βιβρώσκω), πρβλ. κυνό βρωτος, σκωληκό βρωτος] …   Dictionary of Greek

  • συόβρωτος — ον, Α φαγωμένος από αγριόχοιρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + βρωτος (< βρωτός < βιβρώσκω), πρβλ. σκωληκό βρωτος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»