-
1 σκωληκό-βρωτος
σκωληκό-βρωτος, von Würmern gefressen, N. T.; wurmstichig, Theophr.
-
2 σκωληκόβρωτος
σκωληκό-βρωτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκωληκόβρωτος
-
3 σκωληκόβρωτος
σκωληκό-βρωτος, von Würmern gefressen; wurmstichig -
4 σκωληκοβρωτος
-
5 σκώληξ 1
σκώληξ 1., - ηκοςGrammatical information: m.Meaning: `worm, larva' (Ν 564).Compounds: As 1. member a. o. in σκωληκό-βρωτος `eaten away by worms' (Thphr. etc.).Derivatives: σκωλήκ-ιον n. dimin. (Arist. etc.); - ίτης m. ( κηρός or στύραξ) `wax or resin in the shape of a worm' (Dsc.; Redard 114); - ώδης `worm-like' (Arist.); - όομαι `to be eaten away by worms' with - ωσις f. (Thphr.); - ιάω `to suffer from worms' (Orib. a. o.) with - ίασις f. (Sm., Thd.); - ίζω `to beat irregularly', of the pulse (Gal.; cf. μυρμηκίζω), - ίζονται κινοῦνται ὡς οἱ σκώληκες H.Origin: IE [Indo-European]X [probably]Etymology: Formation as σφήξ, μύρμηξ a.o. (s. vv.); from *σκῶλος `curvature' with lenthened grade beside σκέλος, σκολιός (s. vv.). The primary noun seems preserved in σκώλοισι δρεπάνοις, διὰ την σκολιότητα H. as well as in σκωλύπτομαι `curve, wind' (Nic. Th. 229); cf. still NGr. (Pontos) σκοῦλος `upper-shank' from *σκῶλος or *σκόλος. -- On σκώληξ in Ngr. s. also Georgacas Άφιέρ. Τριανταφυλλίδη 505 f.Page in Frisk: 2,745Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σκώληξ 1
См. также в других словарях:
πυρίβρωτος — ον, Α αυτός που κατασπαράζεται ή κατασπαράχθηκε από τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + βρωτος (< βρωτός < βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. θηρό βρωτος, σκωληκό βρωτος] … Dictionary of Greek
καμπόβρωτος — η, ο (Μ καμπόβρωτος, η, ον) φαγωμένος από κάμπιες, σκωληκόβρωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμπη (Ι) + βρωτος (< βιβρώσκω), πρβλ. κυνό βρωτος, σκωληκό βρωτος] … Dictionary of Greek
συόβρωτος — ον, Α φαγωμένος από αγριόχοιρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + βρωτος (< βρωτός < βιβρώσκω), πρβλ. σκωληκό βρωτος] … Dictionary of Greek