Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σκωλύπτομαι

См. также в других словарях:

  • σκωλύπτομαι — Α κινῶ, σείω εδώ κι εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < *σκῶλος «κυρτότητα» (βλ. λ. σκώληκας), πιθ. αναλογικά προς το καλύπτω ή το σκολύπτω] …   Dictionary of Greek

  • σκώληκας — ο / σκώληξ, ηκος, ΝΜΑ, και σκούληκας Ν 1. ζώο το οποίο έχει επίμηκες αρθρωτό και συσταλτό σώμα και στερείται σκελετού και άκρων, το σκουλήκι 2. η προνύμφη τών εντόμων, κάμπια νεοελλ. 1. ανατ. λόβιο τής παρεγκεφαλίδας 2. στον πληθ. οι σκώληκες… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»