-
1 σκωλύπτομαι
σκωλύπτομαι, krümmen, hin- u. herwinden, σκωλύπτεται οὐρὴν νεάτην, Nic. Th. 229, l. d.
-
2 σκωλύπτομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκωλύπτομαι
-
3 σκωλύπτομαι
σκωλύπτομαι, krümmen, hin- u. herwinden -
4 σκώληξ 1
σκώληξ 1., - ηκοςGrammatical information: m.Meaning: `worm, larva' (Ν 564).Compounds: As 1. member a. o. in σκωληκό-βρωτος `eaten away by worms' (Thphr. etc.).Derivatives: σκωλήκ-ιον n. dimin. (Arist. etc.); - ίτης m. ( κηρός or στύραξ) `wax or resin in the shape of a worm' (Dsc.; Redard 114); - ώδης `worm-like' (Arist.); - όομαι `to be eaten away by worms' with - ωσις f. (Thphr.); - ιάω `to suffer from worms' (Orib. a. o.) with - ίασις f. (Sm., Thd.); - ίζω `to beat irregularly', of the pulse (Gal.; cf. μυρμηκίζω), - ίζονται κινοῦνται ὡς οἱ σκώληκες H.Origin: IE [Indo-European]X [probably]Etymology: Formation as σφήξ, μύρμηξ a.o. (s. vv.); from *σκῶλος `curvature' with lenthened grade beside σκέλος, σκολιός (s. vv.). The primary noun seems preserved in σκώλοισι δρεπάνοις, διὰ την σκολιότητα H. as well as in σκωλύπτομαι `curve, wind' (Nic. Th. 229); cf. still NGr. (Pontos) σκοῦλος `upper-shank' from *σκῶλος or *σκόλος. -- On σκώληξ in Ngr. s. also Georgacas Άφιέρ. Τριανταφυλλίδη 505 f.Page in Frisk: 2,745Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σκώληξ 1
См. также в других словарях:
σκωλύπτομαι — Α κινῶ, σείω εδώ κι εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < *σκῶλος «κυρτότητα» (βλ. λ. σκώληκας), πιθ. αναλογικά προς το καλύπτω ή το σκολύπτω] … Dictionary of Greek
σκώληκας — ο / σκώληξ, ηκος, ΝΜΑ, και σκούληκας Ν 1. ζώο το οποίο έχει επίμηκες αρθρωτό και συσταλτό σώμα και στερείται σκελετού και άκρων, το σκουλήκι 2. η προνύμφη τών εντόμων, κάμπια νεοελλ. 1. ανατ. λόβιο τής παρεγκεφαλίδας 2. στον πληθ. οι σκώληκες… … Dictionary of Greek