Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σκοτοῦ

См. также в других словарях:

  • σκοτοῦ — σκοτάω their sight is darkened pres imperat mp 2nd sg (attic epic ionic) σκοτόω darken pres imperat mp 2nd sg σκοτόω darken imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκότου — σκότος darkness masc gen sg σκοτόω darken pres imperat act 2nd sg σκοτόω darken imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • СКОТУCCA —    • Scotussa,          Σκοτου̃σσα,        1. значительный город фессалийской области Пеласгиотиды, при источниках Онхеста и северо западных склонах малого Халкидония и недалеко к югу от холмов Киноскефальских. Здесь в 365 г. до Р. X. Пелопид… …   Реальный словарь классических древностей

  • επιπέλομαι — ἐπιπέλομαι (Α) [πελομαι] 1. επέρχομαι, προσβάλλω, επιτίθεμαι («τά τ’ ἐπ’ ἀνθρώποισι πέλονται», Ομ. Οδ.) 2. ενσκήπτω («οὐδέ τις ἄλλη νοῡσος ἐπὶ στυγερὴ πέλεται... βροτοῑσι», Ομ. Οδ.) 3. ποιητ. τ. τής μτχ. αορ. β’, ἐπιπλόμενος α) ο επερχόμενος,… …   Dictionary of Greek

  • πρόχειρος — η, ο / πρόχειρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται μπροστά, δίπλα ή κοντά στα χέρια κάποιου, αυτός τον οποίο μπορεί κανείς εύκολα να πιάσει και να χρησιμοποιήσει (α. «δώσε μου το ψαλίδι, αν το έχεις πρόχειρο» β. «ἔβαλλον λίθοις καί... ἀκοντίοις, ὡς …   Dictionary of Greek

  • ροπή — ενός ανύσματος (π.χ. μιας δύναμης, μιας ταχύτητας, μιας ώσης), ως προς ένα σημείο, είναι το γινόμενο του μεγέθους του ανύσματος επί την απόσταση της ευθείας εφαρμογής του από το ορισμένο σημείο. Ο ορισμός αυτός επεκτείνεται και στη ρ. ως προς… …   Dictionary of Greek

  • σκότος — ους, το / σκότος, εος, ΝΜΑ, και συν. ποιητ. σκότος, ου, ὁ Α 1. απουσία φωτός σε έναν χώρο, η οποία καθιστά αφανή ή δυσδιάκριτα τα πρόσωπα ή τα αντικείμενα που βρίσκονται σε αυτόν, σκοτάδι, σκοτίδι (α. «ο ήλιος διέλυσε τα σκότη τής νύχτας» β. «καὶ …   Dictionary of Greek

  • Νίγηρας — (Niger). Ποταμός (4.160 χλμ.) της δυτικής Αφρικής. Είναι ο τρίτος σε μήκος στην ήπειρο αυτή, μετά τον Νείλο και τον Κόνγκό. Πηγάζει σε ύψος περίπου 800 μ. από τις βορειοανατολικές πλαγιές των ορέων Λόμα, στα σύνορα μεταξύ Γουινέας και Σιέρα… …   Dictionary of Greek

  • Σουαρέθ, Φραγκίσκος — (Suarer). Ισπανός θεολόγος και φιλόσοφος (1548 1617). Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Σαλαμάνγκας, στο οποίο και δίδαξε την περίοδο από το 1570 ώς το 1580. Διετέλεσε επίσης καθηγητής στα Πανεπιστήμια της Σεγκόβιας, του Βαλιαδολίδ και της Αβιλέ, στο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»