-
1 σκολιώς
-
2 σκολιῶς
-
3 σκολιῶς
D0-0-1-0-0=1 Jer 6,28 -
4 σκολιός
A curved, bent (opp. ὀρθός, εὐθύς), σ. σίδηρος Hdt.2.86
;σ. σκίπωνι E.Hec.65
(anap.); of rivers and paths, winding,ποταμός Hdt. 1.185
, cf. 2.29;Μαίανδρος σ. εἰς ὑπερβολήν Str.12.8.15
; οἶμος, ἀτραπός, etc., A.R.4.1541, Nic.Th. 478, etc.; ;λαβύρινθος Call.Del. 311
;πλέγμα ἕλικος AP7.24
(Simon.);πλοκαμῖδες Nonn.D.14.182
; twisted, tangled,βάτος AP7.315
(Zenod. or Rhian.), cf. 11.33 (Phil.); ἐς τὸ ς. Hp.Art.37.2 bent sideways,δουλείη κεφαλή, σκολιή Thgn.536
; ; ἵππος ς. crooked made or going askew, Pl.Phdr. 253d.II metaph., crooked, i.e. unjust, unrighteous,θέμιστες Il.16.387
; μῦθοι, δίκαι, Hes.Op. 194, 221; αἰ σκολιὰν (sc. ῥήτραν) ὁ δᾶμος ἕλοιτο, Spartan law ap. Plu.Lyc.6;λόγος Thgn.1147
; ;πατέων ὁδοῖς σκολιαῖς Id.P.2.85
; riddling, obscure,ῥημάτια Luc.
Bis Acc.16; τὸ σ. τῆς εἰσόδου (into true science) Vett.Val.250.23: rarely of men, ἰθύνει σκολιόν makes the crooked one straight, Hes.Op.7;σ. καὶ φοβερός Plu.2.551f
: with Verbs, σκολιὰ φρονεῖν, opp. εὐθὺς ἔμμεν, Scol.16;σ. πράττειν Pl.Tht. 173a
; τυφλὰ καὶ ς. Id.R. 506c, cf. Grg. 525a; σκολιά, τά, indirect methods, Cic.Att.13.39.2. Adv. , 262;σ. ἔχοντος τοῦ χρησμοῦ D.S.16.91
;εἰς πλάγια καὶ σκολιά Pl.Tht. 194b
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκολιός
-
5 ὀνοτάζω
A like ὄνομαι, blame, h.Merc.30 ;σκολιῶς ὀ. Hes.Op. 258
:— [voice] Med., γάμον ὀνοταζόμεναι abominating it, A.Supp. 10codd. [suff] ὀνοτ-αστός, ή, όν, οὐκ ὀ. not to be made light of, prob. cj. in h.Ven. 254.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀνοτάζω
См. также в других словарях:
σκολιῶς — σκολιός curved adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζαβός — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, από την Ιθάκη. 1. Βασίλειος. Διετέλεσε βουλευτής της Ιονίου πολιτείας. Σπούδασε στην Ιταλία ιατρική, μαθηματικά και φιλοσοφία και αργότερα επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου ασχολήθηκε με την πολιτική.… … Dictionary of Greek
σκoλιός — ά, ό / σκολιός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που παρουσιάζει στρέβλωση στο σχήμα του, κεκαμμένος, διάστροφος, κυρτός, λοξός («πρῶτα μὲν σκολιῷ σιδήρῳ ἐξάγουσι τὸν ἐγκέφαλον», Ηρόδ.) 2. (για ατραπούς, οδούς ή ποταμούς) αυτός που βαίνει ελικοειδώς,… … Dictionary of Greek
ԿԱՄԱԿՈՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 1040 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 12c գ. στρεβλότης, σκολιότης perversitas, tortuositas, obliquitas. իսկ Կամակորութեամբ, σκολιῶς perverse. Ծամածռութիւն. խեղաթիւրութիւն. խոտորնակութիւն. (որ վրիպակաւ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)