-
1 σκληρός
σκληρός, ά, όν, also [dialect] Dor., Pi.O.7.29, Epich.[288], hyperdor. [full] σκλᾱρός Ti.Locr.104c:—I hard to the touch,ξύλον σ. ἢ μαλακόν Thgn.1194
; ἐλαία Pi.l.c.;γῆ A.Pers. 319
, cf. X.Oec.16.11; , etc.2 of sound, harsh,σκληρὸν ἐβρόντησε Hes.Th. 839
;βρονταί Hdt.8.12
;ἡ φωνὴ σκληροτέρα Arist.Aud. 801b38
, al.3 of taste and smell, harsh, bitter, σ. ὕδατα (springing from a rocky soil) Hp.Aër.1; soσκληρότατος ἀὴρ καὶ τόπος Plb.4.21.5
; of wine, dry, Ar.Fr. 579, Dsc. Alex.Praef.;ὀσμαί Thphr.CP6.14.12
([comp] Comp.): metaph.,σ. φράσις D.H.Pomp.2
.4 stiff, unyielding, opp. ὑγρός (lithe and supple),τιτθία σ. καὶ κυδώνια Ar.Ach. 1199
;σκληρότεροι μαστοί Arist.PA 688a27
;σκέλη X.Eq.1.6
; τί τὸ ὑγρὸν τοῦ χαλινοῦ καὶ τί τὸ ς. ib.10.10; of the hair (cf. σκληρόθριξ), Arist.HA 517b11 ([comp] Comp.), al.; σ. δέρμα, σάρξ, Id.PA 665a2, Phgn. 806b22, etc.; of persons, Pl.Tht. 162b, Smp. 196a, Plu.Ages.13, Luc.Salt.21; of dogs, X.Cyn.3.2; τράχηλος ib.5.30; οἱ τὸ σῶμα ς. Arist.Pr. 873a34, al.7 of a wind, strong, Ep.Jac.3.4, Poll.1.110, Ael.NA9.57.II metaph.,1 of things, hard, austere,μὴ τὰ μαλακὰ μῶσο, μὴ τὰ σ. ἔχῃς Epich.
l.c.; ;δίαιται E.Fr.525.5
;βίος Men.522
; τὰ ς. hard words, S.OC 1406;σ. συμφοραί E.Fr.684.3
;σκληρὰ μαλθακῶς λέγων S.OC 774
; τόνος ἀπηνὴς καὶ ς. Plu.Phoc.2; τὸ σ. = σκληρότης, ἡ δίαιτα.. ὑπερβάλλει ἐπὶ τὸ σ. Arist.Pol. 1270b33.2 of persons, harsh, austere, cruel, stubborn, S.Fr.24.7, Pl.Tht. 155e, Ti.Locr. l.c.; σ. ἀοιδός, of the Sphinx, S.OT36;σ. γὰρ αἰεί E.Alc. 500
;ὦ σ. δαῖμον Ar.Nu. 1264
; ; ἄγροικοι καὶ ς. Arist.EN 1128a9;σ. ψυχή S.Aj. 1361
, Tr. 1260(anap.);σ. ἄγαν φρονήματα Id.Ant. 473
; ; σ. θράσος stubborn courage, E.Andr. 261.III Adv., - ρῶς καθῆσθαι, i.e. on a hard seat, Ar.Eq. 783;εὐνάζεσθαι X. Cyn.12.2
.2 hardly, with difficulty, E.Fr.282.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκληρός
-
2 σκληρός
σκληρόςhard: masc nom sg -
3 σκληρός
-
4 σκλῆρος
σκλῆρος· νόσημά τι ἀραχνίδων ἐν τοῖς σμήνεσι, πρὸς τὸ σήπεσθαι τὰ κηρία, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκλῆρος
-
5 σκληρός
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σκληρός
-
6 σκληρός
σκληρός, ά, όν (σκέλλομαι ‘be parched, be dry’; Hes., Hdt.+; ‘hard [to the touch], harsh’)① pert. to being externally hard or rough, hard (to the touch), rough, of things λίθοι hard (OGI 194, 28; Wsd 11:4) Hs 9, 6, 8; 9, 8, 6ab. ῥάβδος rough, of a knotty stick (s. Pind., O. 7, 29; Diogenes the Cynic [IV B.C.] in Diog. L. 6, 21 σκληρὸν ξύλον=a hard staff; Aelian, VH 10, 16) 6, 2, 5.② pert. to causing an adverse reaction because of being hard or harsh, hard, harsh, unpleasant, fig. ext. of 1, of words (Demetrius in Stob., Flor. 3, 8, 20 vol. III p. 345 H.; Diogenes, Ep. 21; Gen 21:11; 42:7; Dt 1:17; En) J 6:60; Jd 15 (after En 1:9); s. Hv 1, 4, 2 (w. χαλεπός). ἐντολαί hard, difficult (Diod S 14, 105, 2 σκ. πρόσταγμα; Porphyr., Vi. Pyth. 8 προστάγματα) Hm 12, 3, 4f; 12, 4, 4 (w. δύσβατος). ἄνεμοι rough, strong (Aelian, VH 9, 14; Pollux 1, 110; Procop., Bell. 3, 13, 5; Pr 27:16) Js 3:4.③ pert. to being difficult to the point of being impossible, hard, implying an adverse force that is unyielding, the neut.: σκληρόν σοι (sc. ἐστίν) it is hard for you w. inf. foll. Ac 9:4 v.l., 6 v.l.; 26:14.④ pert. to being unyielding in behavior or attitudeⓐ of pers., in dealing with others hard, strict, harsh, cruel, merciless (Soph., Pla. et al.; OGI 194, 14; 1 Km 25:3; Is 19:4; 48:4; PsSol 4:2; EpArist 289; Mel., P. 20, 138) Mt 25:24. Of the devil Hm 12, 5, 1.ⓑ in response to a call for change of mind, subst. τὸ σκληρόν stubbornness w. gen. (Polyb. 4, 21, 1; Jos., Ant. 16, 151 τὸ σκ. τοῦ τρόπου) τὸ σκ. τῆς καρδίας the hardness of heart B 9:5 v.l. (for σκληροκαρδία, q.v.).—On the history of the word s. KDieterich, RhM, n.s. 60, 1905, 236ff; FDanker, Hardness of Heart, CTM 44, ’73, 89–100, Deafness and Hearing in the Bible, in The Word in Signs and Wonders, ed. DPokorny/RHohenstein ’77, 25–37.—B. 1064.—DELG s.v. σκέλλομαι. M-M. TW. Spicq. -
7 σκληρός
-ά,-όν + A 14-12-12-11-10=59 Gn 21,11.12; 42,7.30; 45,5most often with neg. connotation; hard (of work) Ex 1,14; hard, difficult 1 Sm 1,15; hard to accept (of words) Gn 21,11; stiff Dt 31,27; harsh (of sound) Zph 1,14; sharp (of wind) Prv 27,16; severe (of battle) 2 Sm 2,17; thick (of darkness) Is 5,30; stubborn (of pers.) Nm 16,26, see also Gn 49,3; hard, hardened (of pers.) Jb 9,4*Is 8,12 σκληρόν hard-השׁק for MT רשׁק conspiracy; *Zph 1,14 σκληρὰ (τέτακται) (is made) harsh-(םשׂ) צרה for MT (םשׁ) צרח cries (there); *Jb 22,21 γενοῦ δὴ σκληρός be hard-השׁק cpr. Jb 9,4 for MT (עמו ־נא)הסכן סכן acquaint yourself (with him)Cf. HARL 1986a, 307(Gn 49,3); HEATER 1982 74(Jb 22,21); SEELIGMANN 1948 106(Is 8,12); SHIPP 1979,503; SPICQ 1982, 606-610; →NIDNTT; SCHLEUSNER -
8 σκληρός
1) cruel2) grim3) hard4) harsh5) rough6) toughΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σκληρός
-
9 σκληρά
σκληρόςhard: neut nom /voc /acc plσκληρά̱, σκληρόςhard: fem nom /voc /acc dualσκληρά̱, σκληρόςhard: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
10 σκληρότερον
σκληρόςhard: adverbial compσκληρόςhard: masc acc comp sgσκληρόςhard: neut nom /voc /acc comp sg -
11 σκληροτάτων
σκληρόςhard: fem gen superl plσκληρόςhard: masc /neut gen superl pl -
12 σκληροτέραις
σκληρόςhard: fem dat comp plσκληροτέρᾱͅς, σκληρόςhard: fem dat comp pl (attic) -
13 σκληροτέρων
σκληρόςhard: fem gen comp plσκληρόςhard: masc /neut gen comp pl -
14 σκληρόν
σκληρόςhard: masc acc sgσκληρόςhard: neut nom /voc /acc sg -
15 σκληρότατα
σκληρόςhard: adverbial superlσκληρόςhard: neut nom /voc /acc superl pl -
16 σκληρότατον
σκληρόςhard: masc acc superl sgσκληρόςhard: neut nom /voc /acc superl sg -
17 σκληραί
σκληρόςhard: fem nom /voc pl -
18 σκληροτάταις
σκληρόςhard: fem dat superl pl -
19 σκληροτάτη
σκληρόςhard: fem nom /voc superl sg (attic epic ionic) -
20 σκληροτάτην
σκληρόςhard: fem acc superl sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
σκληρός — hard masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… … Dictionary of Greek
σκληρός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει συμπαγή σύσταση και δεν κάμπτεται ή δεν πιέζεται: Ο χάλυβας ανήκει στα σκληρά μέταλλα. 2. μτφ., άσπλαχνος, πολύ αυστηρός: Μου φέρθηκε πολύ σκληρά. – Ο λοχαγός του είναι πολύ σκληρός. 3. άκαμπτος, άτεγκτος: Είναι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκλήρος — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… … Dictionary of Greek
Σκληρός, Αθανάσιος — Λόγιος και γιατρός του 17ου αι. Καταγόταν από το Χάνδακα (Ηράκλειο) της Κρήτης και επονομαζόταν Πικρός και Πικρίδης. Σπούδασε ιατρική και φιλοσοφία στη Βενετία και στην Πάντοβα. Έζησε στην Κρήτη, στην πρώτη περίοδο του μεγάλου Τουρκοβενετικού… … Dictionary of Greek
Σκληρός, Γεώργιος — Ψευδώνυμο του γιατρού και κοινωνιολόγου Γ. Κωνσταντινίδη (Τραπεζούντα 1875 Αίγυπτος 1919). Ο Σ. σπούδασε ιατρική και βιολογία στην Ιένα της Γερμανίας, απ’ όπου πήγε στη Ρωσία. Εκεί, όπως φημολογείται, παρακολούθησε μαθήματα φιλολογίας. Από τη… … Dictionary of Greek
Πέτρος ο Σκληρός — (1334 – 1369). Βασιλιάς της Καστίλης. Γιος του Αλφόνσου IA΄ και της Μαρίας της Πορτογαλίας, έγινε βασιλιάς σε ηλικία 16 χρόνων και, τρία χρόνια αργότερα παντρεύτηκε τη Λευκή των Βουρβόνων, την οποία όμως εγκατάλειψε τρεις μέρες αργότερα για χάρη… … Dictionary of Greek
σκληρά — σκληρός hard neut nom/voc/acc pl σκληρά̱ , σκληρός hard fem nom/voc/acc dual σκληρά̱ , σκληρός hard fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληρότερον — σκληρός hard adverbial comp σκληρός hard masc acc comp sg σκληρός hard neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληροτάτων — σκληρός hard fem gen superl pl σκληρός hard masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληροτέραις — σκληρός hard fem dat comp pl σκληροτέρᾱͅς , σκληρός hard fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)