Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σκινδάλᾰμος

См. также в других словарях:

  • σκινδάλαμος — splinter masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκινδάλαμος — και σκινδαλαμός και σκινδαλμός, ὁ, Α βλ. σχινδάλαμος …   Dictionary of Greek

  • σκινδαλάμοις — σκινδάλαμος splinter masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκινδαλάμους — σκινδάλαμος splinter masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκινδαλάμων — σκινδάλαμος splinter masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκινδάλαμοι — σκινδάλαμος splinter masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχινδάλαμος — σκινδάλαμος splinter masc nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκινδαλαμίζω — Μ [σκινδάλαμος] εξετάζω, ερευνώ κάτι πλήρως …   Dictionary of Greek

  • σχινδάλαμος — και σχινδαλμός και σκινδάλαμος και σκινδαλμός, ὁ, Α 1. λεπτό απόσχισμα ξύλου, πελεκούδι, σχίζα 2. μτφ. α) (για λόγο) σόφισμα β) σοφιστική, εξονυχιστική εξέταση ενός ασήμαντου θέματος. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. σχίζω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»