Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σκαλμός

См. также в других словарях:

  • σκαλμός — σκαλμός, ο και σκαρμός, ο κυλινδρικός πάσσαλος στην κουπαστή της βάρκας που συγκρατεί το κουπί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκαλμός — pin masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαλμός — (I) ο, ΝΜΑ, και σκαρμός, Ν ναυτ. μικρή κυλινδρική ράβδος από ξύλο ή μέταλλο, στερεωμένη κατακόρυφα στην κουπαστή βάρκας, στο ελεύθερο άνω άκρο τής οποίας προσδένεται με τροπωτήρα το κουπί νεοελλ. 1. ζωολ. κοινή ονομασία τού ψαριού Synodus saurus… …   Dictionary of Greek

  • σκαλμοῖς — σκαλμός pin masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαλμοῖσι — σκαλμός pin masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαλμοῖσιν — σκαλμός pin masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαλμοί — σκαλμός pin masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαλμοῦ — σκαλμός pin masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαλμούς — σκαλμός pin masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαλμῷ — σκαλμός pin masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαλμόν — σκαλμός pin masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»