Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀσκάλευτος

См. также в других словарях:

  • ασκάλευτος — η, ο (Μ ἀσκάλευτος, ον) [σκαλεύω] ο ασκάλιστος νεοελλ. (για τη φωτιά) αυτή που δεν τη συδαύλισαν, δεν την αναρρίπισαν («άφησε τη φωτιά ασκάλευτη») …   Dictionary of Greek

  • ἀσκάλευτον — ἀσκάλευτος unhoed masc/fem acc sg ἀσκάλευτος unhoed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκάλευτα — ἀσκάλευτος unhoed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»