Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πεντά-σκαλμος

См. также в других словарях:

  • πεντάσκαλμος — και πεντέσκαλμος, ον, Α (για σκάφος) αυτός που έχει πέντε σειρές από σκαλμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + σκαλμός «μικρός πάσσαλος όπου στηρίζεται το κουπί» (πρβλ. τετρά σκαλμος)] …   Dictionary of Greek

  • τετράσκαλμος — ον, Α αυτός που έχει τέσσερεις σκαλμούς, τετράκωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + σκαλμός «μικρός πάσσαλος, όπου στηρίζεται το κουπί» (πρβλ. πεντά σκαλμος)] …   Dictionary of Greek

  • τρίσκαλμος — ον, Α (για πλοίο) αυτό που έχει τρεις σκαλμούς, τρεις σειρές κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + σκαλμός «πάσσαλος στον οποίο προσαρμόζεται το κουπί της βάρκας» (πρβλ. πεντά σκαλμος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»