Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σησαμ-ίς

См. также в других словарях:

  • Σήσαμ' — Σήσαμε , Σήσαμος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σήσαμ' — σήσαμα , σήσαμον seed neut nom/voc/acc pl σήσαμε , σήσαμος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρέλαιον — κηρέλαιον, τὸ (Α) αλοιφή από κερί και λάδι («τὸ καλούμενον ὑπὸ τῶν νεωτέρων ἰατρῶν κηρέλαιον», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + έλαιον (< ἔλαιον), πρβλ. αμυγδαλ έλαιον, σησαμ έλαιον] …   Dictionary of Greek

  • κριθάμινος — κριθάμινος, ίνη, ον (Α) κρίθινος, κριθαρένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή. Ο τ. σχηματίστηκε αναλογικά, κατά το πρότυπο τού σησάμ ινος] …   Dictionary of Greek

  • κυάμινος — κυάμινος, ίνη, ον (AM) αυτός που έχει παρασκευαστεί ή προέρχεται από κυάμους («κυάμινον ἄλευρον», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύαμος + κατάλ. ινος, (πρβλ. καλάμ ινος, σησάμ ινος)] …   Dictionary of Greek

  • κυάμιον — κυάμιον, τὸ (Μ) μικρός κύαμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύαμος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. κεράμ ιον, σησάμ ιον)] …   Dictionary of Greek

  • κυαμίτις — κυαμῑτις, ιδος, ἡ (Α) (ενν. αγορά) τόπος αγοράς κυάμων στην αρχαία Αθήνα («ἐπὶ τὴν κυαμῑτιν πορευομένοις, κατὰ τὴν ἱερὰν ὁδὸν τὴν ἐπ Ἐλευσῑνα», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύαμος + κατάλ. ῖτις (πρβλ. καλαμ ῖτις, σησαμ ῖτις)] …   Dictionary of Greek

  • λεπτίτις — λεπτῑτις, ίτιδος, ἡ (Μ) φρ. «λεπτίτιδες κριθαί» είδος λεπτής κριθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτός + κατάλ. ῖτις (πρβλ. κυαμ ίτις, σησαμ ίτις)] …   Dictionary of Greek

  • ολυρίτης — ὀλυρίτης, ὁ (Α) άρτος παρασκευασμένος από ολύρινο αλεύρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλυρα + επίθημα ίτης (πρβλ. σησαμ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • σελινάτον — τὸ, Α ο σελινίτης οίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σέλινον + επίθημα ᾶτον (πρβλ. σησαμ ᾶτον)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»