-
1 poznamenat
σημειώνω -
2 notować
σημειώνω -
3 zauważyć
σημειώνω -
4 размечать
σημειώνω, σημαδεύω, χαράσσω, μαρκάρω, - ивание το σημάδεματο μαρκάρισμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > размечать
-
5 отмечать
1. (помечать) σημειώνω, μαρκάρω (ξεν.) 2. (замечать) (υπο)σημειώνω 3. (на приборе, в виде записи) σημειώνω, καταγράφωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отмечать
-
6 отметить
-чу, -тишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отмеченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.1. σημειώνω, σημαδεύω, βάζω σημάδι•отметить нешшятное место в книге σημειώνω το ακατάληπτο σημείο στο βιβλίο•
отметить на карте σημειώνω στο χάρτη.
2. μτφ. παίρνω υπ όψη. || κάνω υπόμνηση, υπενθυμίζω, αναφέρω.3. προσέχω, διακρίνω, παρατηρώ. || ελέγχω την εγγραφή.4. γιορτάζω, εορτάζω.5. διαγράφω από τον κατάλογο (ως αναχωρήσαντα).1. σημειώνομαι (στον κατάλογο).2. διαγράφομαι (από τον κατάλογο των ενοικιαστών). -
7 заметить
1. (увидеть, приметить) παρατηρώ, ξεχωρίζω, βλέπω, διακρίνω 2. (отме-тить признаки, запомнить) αντιλαμβάνομαι, προσέχω 3. (сделать метку, пометить) σημειώνω, σημαδεύω 4. (сделать замечание, сказать) κάνω παρατήρηση, προβαίνω σε παρατήρηση, σημειώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заметить
-
8 выделить
выделить, выделять 1) (отделить) ξεχωρίζω· παραχωρώ (предоставить) 2) (отличить) διακρίνω· σημειώνω (подчёркивать) 3) (средства и т. л.) παραχωρώ \выделиться 1) ξεχωρίζω 2) (отличиться) διακρίνομαι* * *= выделять1) ( отделить) ξεχωρίζω; παραχωρώ ( предоставить)2) ( отличить) διακρίνω; σημειώνω ( подчёркивать)3) (средства и т. п.) παραχωρώ -
9 забить
забить 1) καρφώνω χώνω \забить ящик καρφώνω το κιβώτιο" \забить гвоздь καρφώνω ( το καρφί) 2) спорт.: \забить гол σημειώνω (или πετυχαίνω) τέρμα, βάζω γκολ* * *1) καρφώνω; χώνωзаби́ть я́щик — καρφώνω το κιβώτιο
заби́ть гвоздь — καρφώνω (το καρφί)
2) спорт.заби́ть гол — σημειώνω ( или πετυχαίνω) τέρμα, βάζω γκολ
-
10 заметить
-
11 записать
записать γράφω σημειώνω (пометить) \записать на плёнку ηχογραφώ* * *γράφω; σημειώνω ( пометить)записа́ть на плёнку — ηχογραφώ
-
12 наметить
-
13 обозначить
-
14 отметить
отметить 1) (сделать пометку) σημειώνω· τονίζω (обратить внимание) 2) (праздник) γιορτάζω* * *1) ( сделать пометку) σημειώνω; τονίζω ( обратить внимание)2) ( праздник) γιορτάζω -
15 рекорд
рекорд м το ρεκόρ, η επίδοση; το πρωτάθλημα (τκ. спорт.)· побить \рекорд καταρρίπτω (или σπάζω) ρεκόρ; установить новый \рекорд σημειώνω νέα επίδοση (или νέο ρεκόρ)* * *мτο ρεκόρ, η επίδοση; το πρωτάθλημα (тк. спорт.)поби́ть реко́рд — καταρρίπτω ( или σπάζω) ρεκόρ
установи́ть но́вый реко́рд — σημειώνω νέα επίδοση ( или νέο ρεκόρ)
-
16 сведение
сведение с 1) η πληροφορία, η είδηση; довести до \сведениея ειδοποιώ, γνωστοποιώ, πληροφορώ; принять к \сведениею παίρνω υπόψη, σημειώνω ιδιαίτερα 2) мн.: \сведениея (познания) τα στοιχεία, τα δεδομένα* * *с1) η πληροφορία, η είδησηдовести́ до све́дения — ειδοποιώ, γνωστοποιώ, πληροφορώ
приня́ть к све́дению — παίρνω υπόψη, σημειώνω ιδιαίτερα
2) мн.све́дения (познания) — τα στοιχεία, τα δεδομένα
-
17 замечать
замечатьнесов1. (видеть, обращать внимание) παρατηρώ, προσέχω, ἀντιλαμβάνομαι, διαπιστώνω:\замечать чье-л. отсутствие ἀντιλαμβάνομαι τήν ἀπουσία κάποιου· \замечать чье-л. смущение παρατηρώ τήν ταραχή κάποιου·2. (отмечать) σημειώνω, βάζω σημάδι:\замечать время σημειώνω τήν ὠρα·3. (говорить, вставлять в разговор) λέγω, παρατηρώ. -
18 отмечать
отмечатьнесов1. (делать знак, пометку на чем-л.) σημειώνω, σημειώ, μαρκάρω:\отмечать в записной книжке σημειώνω στό σημειωματάριο·2. (обращать внимание) ὑπογραμμίζω, τονίζω:\отмечать чьй-либо достижения ὑπογραμμίζω τίς ἐπιτυχίες κάποιου·3. (исключать из списка проживающих) διαγράφω. -
19 отчеркивать
отчеркиватьнесов, отчеркнуть сов σημειῶ, σημειώνω, μαρκάρω:\отчеркивать карандашом σημειώνω μέ τό μολύβι. -
20 score
[sko:] 1. plurals - scores; noun1) (the number of points, goals etc gained in a game, competition etc: The cricket score is 59 for 3.) αποτέλεσμα,βαθμολογία,σκορ2) (a written piece of music showing all the parts for instruments and voices: the score of an opera.) παρτιτούρα/μουσική επένδυση3) (a set or group of twenty: There was barely a score of people there.) εικοσάδα2. verb1) (to gain (goals etc) in a game etc: He scored two goals before half-time.) σημειώνω,πετυχαίνω,σκοράρω2) ((sometimes with off or out) to remove (eg a name) from eg a list by putting a line through it: Please could you score my name off (the list)?; Is that word meant to be scored out?) διαγράφω3) (to keep score: Will you score for us, please?) σημειώνω τη βαθμολογία•- scorer- score-board
- on that score
- scores of
- scores
- settle old scores
См. также в других словарях:
σημειώνω — σημειώνω, σημείωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σημειώνω — σημειῶ, όω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σαμειῶ Α [σημεῑον] 1. επιθέτω ή γράφω κάπου σημείο για αναγνώριση ή υπόμνηση (α. «σημείωσα όλα τα λάθη στο κείμενο» β. «ταῡτα γὰρ νῡν βεβημάτισται καὶ σεσημείωται κατὰ σταδίους», Πολ.) 2. υπολογίζω σοβαρά κάτι,… … Dictionary of Greek
σημειώνω — σημείωσα, σημειώθηκα, σημειωμένος 1. επισημαίνω, βάζω σημάδι: Σημείωσε με κόκκινο μολύβι πάνω στο βιβλίο τις πιο ενδιαφέρουσες παραγράφους. 2. κρατώ σημειώσεις, γράφω πρόχειρα κάτι: Ο δάσκαλος ζήτησε από τους μαθητές να σημειώσουν στα τετράδιά… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νοτιάζω — (Μ) καταγράφω, σημειώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. noter «σημειώνω» (< λατ. noto «σημειώνω») κατά τα ρήματα σε ιάζω] … Dictionary of Greek
παρασημαίνω — κυρίως το μέσ. παρασημαίνομαι ΝΜΑ βάζω ψευδές σήμα, παραχαράσσω, παραποιώ νεοελλ. μσν. φανερώνω με σημεία, συμβολίζω νεοελλ. μέσ. παρασημαίνομαι μαθαίνω κάτι με σήματα ή σύμβολα αρχ. 1. (για ζώα) εκδηλώνω, προδίδω με την έκφραση 2. βάζω σημάδι… … Dictionary of Greek
υποσημειώνω — ὑποσημειῶ, όω, NA [σημειῶ / ώνω] μέσ. υποσημειώνομαι και ὑποσημειοῡμαι, όομαι βάζω την υπογραφή μου από κάτω νεοελλ. σημειώνω από κάτω, γράφω υποσημειώσεις αρχ. 1. σημειώνω με αριθμούς 2. μέσ. κρατώ σημειώσεις, σημειώνω … Dictionary of Greek
εξοβελίζω — (AM ἐξοβελίζω) σημειώνω με οβελό χωρίο κειμένου που θεωρώ νόθο και συνεπώς πρέπει να αφαιρεθεί από το κείμενο, απορρίπτω («πολλοί στίχοι τού Ομήρου εξοβελίζονται») νεοελλ. απορρίπτω, διαγράφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οβελίζω «σημειώνω με οβελό ως νόθο … Dictionary of Greek
επισημαίνω — (AM ἐπισημαίνω) νεοελλ. 1. σημειώνω, σημαδεύω κάτι, τό μαρκάρω για να μπορώ να τό αναγνωρίζω 2. τονίζω ιδιαιτέρως κάτι, υποδεικνύω με έμφαση 3. ναυτ. υποδεικνύω ένα επικίνδυνο σημείο στους ναυτιλλομένους τοποθετώντας σημαντήρα ή πάσσαλο κ.λπ. ως… … Dictionary of Greek
επισημειώνω — [επισημειώ, όω] 1. σημειώνω κάτι επάνω ή σημειώνω επί πλέον, θέτω επάνω σήμα, σημαδεύω, επισημαίνω 2. παραθέτω επισημείωση, υποσημείωση σε ένα κείμενο … Dictionary of Greek
κατατίθημι — (AM) μσν. μέσ. κατατίθεμαι α) αφήνω, εγκαταλείπω, απαρνούμαι β) συμφωνώ, δέχομαι γ) καταλήγω μόνιμα, εγκαθίσταμαι κάπου μσν. αρχ. ενεργ. (για νεκρό) ενταφιάζω αρχ. 1. τοποθετώ, αφήνω κάτι κάτω, αποθέτω 2. βγάζω τα όπλα μου και τά αφήνω κατά μέρος … Dictionary of Greek
κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… … Dictionary of Greek