Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

σημειώνω

  • 61 записывать

    [ζαπίσυβατ'] ρ σημειώνω

    Русско-эллинский словарь > записывать

  • 62 маркировать

    [μαρκιραβάτ'] ρ σημειώνω, μαρκάρω

    Русско-эллинский словарь > маркировать

  • 63 обозначать

    [αμπαζνστσάτ'] ρ σημειώνω

    Русско-эллинский словарь > обозначать

  • 64 отмечать

    [ατμιτσάτ"] ρ σημειώνω

    Русско-эллинский словарь > отмечать

  • 65 размечать

    [ραζμιτσάτ'] ρ σημειώνω

    Русско-эллинский словарь > размечать

  • 66 выделить

    ρ.σ.μ.
    1. ξεχωρίζω•

    выделить слабых учеников ξεχωρίζω τους αδύνατους μαθητές.

    || διακρίνω, κάνω να φαίνεται, να ξεχωρίζει• υπογραμμίζω, τονίζω, σημειώνω•

    выделить цитату особым шрифтом υπογραμμίζω περικοπή με ιδιαίτερα γράμματα.

    2. παραχωρώ•

    выделить часть имущества παραχωρώ μέρος της περιουσίας.

    3. εκκρίνω, βγάζω•

    выделить пот βγάζω ιδρώτα.

    || παράγω•

    выделить углекислый газ βγάζω μονοξείδιο του άνθρακα.

    4. (στρατ.) αποσπώ•

    выделить отряд αποσπώ τμήμα, βγάζω απόσπασμα.

    1. χωρίζω•

    женатые сыновья -лись из отчовской семьи τα παντρεμένα παιδιά χώρισαν από τον πατέρα (ή τους γονείς).

    || διακρίνομαι, ξεχωρίζω•

    его голос -лся громче всех η φωνή του ξεχώρησε βροντερότερη απ’ όλες.

    2. εκκρίνομαι, βγαίνω•

    -лаоь слюна βγήκε σάλιο.

    || παράγομαι.

    Большой русско-греческий словарь > выделить

  • 67 вынести

    -есу, -есешь, παρλθ. χρ. вынес, -ла, -ло, ρ.σ.μ.
    1. βγάζω έξω, μεταφέρω,μετακομίζω, κουβαλώ•

    вынести мебель из комнаты βγάζω τα έπιπλα έξω από το δωμάτιο.

    || γράφω, σημειώνω•

    вынести замечания в конец γράφω τίς παρατηρήσεις στο τέλος.

    || υποβάλλω, φέρω•

    решение комиссии на общее собрание φέρω την απόφαση της επιτροπής στη γενική συνέλευση.

    2. μεταφέρω γρήγορα.
    3. μτφ. βγάζω, εξάγω• αποκτώ•

    я вынес убеждение из опыта σχημάτισα την πεποίθηση από πείρα.

    4. προβάλλω, βγάζω μπροστά•

    вынести ногу в таще! βγάζω μπροστά το πόδι στο χορό.

    5. αντέχω, υπομένω, υποφέρω, Βαστώ, κρατώ•

    душа моя не -ла η ψυχή μου δε βάσταξε.

    6. εκδίδω, βγάζω, παίρνω•

    вынести приговор βγάζω καταδικαστική απόφαση•

    вынести резолюцию παίρνω απόφαση•

    вынести благодарность εκφράζω τις ευχαριστίες (την ευγνωμοσύνη)•

    решение, резолюцию, постановление παίρνω απόφαση (αποφασίζω).

    εκφρ.
    вынести на своих плечах – σηκώνω το βάρος μόνος μου (τα βγάζω πέρα μόνος μου)•
    вынести впечатление – έχω (σχηματίζω, αποκομίζω) την εντύπωση.
    βγαίνω, εμφανίζομαι, προβάλλω ξαφνικά, ορμητικά, απότομα.

    Большой русско-греческий словарь > вынести

  • 68 забить

    -бью, -бьешь, προστκ. -бей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. забитый, βρ: -бит, -а, -о; ρ.σ.μ.
    1. μπήγω, καρφώνω•

    забить сваю μπήγω πάσσαλο•

    забить гвозды χτυπώ καρφιά•

    забить клин βάζω σφήνα.

    (αθλτ.) βάζω, περνώ στο στόχο•

    гол βάζω γκολ, σημειώνω τέρμα•

    забить шар в угол περνώ μέσα τη μπίλα (στο μπιλιάρδο).

    2. κλείνω, σφαλίζω, σφραγίζω, ταπώνω, βουλώνω• εμ-φράζω, φράζω•

    забить окна досками κλείνω τα παράθυρα με σανίδες•

    забить щели паклей βουλώνω τις χαραμάδες με στουπί•

    забить проход εμφράζω τη δίοδο.

    || μπουκώνω. || γεμίζω, καργάρω•

    забить сарай γεμίζω κάργα την ξυλαποθήκη με καυσόξυλα.

    3. ξεμπερδεύω, ξεκάνω ξυλοκοπώντας.
    4. αποβλακώνω, ξεκουτιαίνω.
    5. πνίγω, εμποδίζω την ανάπτυξη•

    сорняки -ли всходы τα ζιζάνια έπνιξαν τις φύτρες.

    || ξεπερνώ, υπερτερώ•

    этот инженер всех забьет αυτός ο μηχανικός θα τους φάει όλους.

    6. σκοτώνω, φονεύω (στο κυνήγι, στον πόλεμο κ.τ.τ.).
    7. αρχίζω να χτυπώ•

    -ли барабаны άρχισαν να χτυπούν τα τύμπανα•

    забить тревогу αρχίζω να χτυπώ συναγερμό.

    || αρχίζω να τουφεκίζω. || ηχώ, χτυπώ, βγαίνω, εξέρχομαι με δύναμη. || προκαλώ τρόμο, τρεμούλα.
    εκφρ.
    забить голову кому – συσκοτίζω το μυαλό κάποιου•
    ему -ли голову метафизикой – τού ‘σχισαν το κεφάλι με τη μεταφυσική•
    забить в себе в голову – τυπώνω στο μυαλό, μου κολλά (τυπώνεται) η ιδέα.
    1. μαζεύομαι, περιορίζομαι• κρύβομαι•

    забить в угол μαζεύομαι στη γωνία.

    2. διαπερνώ, εισχωρώ, πέφτω (για χιόνι, σκόνη κ.τ.τ.)
    3. μπουκώνω, βουλώνω•

    труба -лась ο σωλήνας βούλωσε.

    || αρχίζω να χτυπώ. || χτυπώ, χτυπιέμαι•

    забить головой о стену χτυπώ το κεφάλι στον τοίχο.

    || χτυπιέμαι (σε παράφορα θλίψης). || αρχίζω να πάλλω•

    сердце -лось η καρδιά άρχισε να χτυπά.

    Большой русско-греческий словарь > забить

  • 69 заметить

    -мечу, -метишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. замеченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.
    1. παρατηρώ, βλέπω, διακρίνω• παρακολουθώ•

    заметить за движениями неприятеля παρακολουθώ τις κινήσεις του εχθρού.

    || ξεχωρίζω, διακρίνω. || αντιλαμβάνομαι, προσέχω•

    он первый -ил эту ошибку αυτός πρώτος παρατήρησε αυτό το λάθος.

    2. σημειώνω, βάζω σημάδι, σημαδεύω•

    дорогу βάζω σημάδια στο δρόμο (για αναγνώριση).

    3. κάνω παρατήρηση, επιστήνω την προσοχή. || μέμφομαι, επικρίνω, κάνω παρατήρηση.
    εκφρ.
    дать заметитьπαλ. δίνω να καταλάβει.

    Большой русско-греческий словарь > заметить

  • 70 запечатлевать(ся)

    ρ.δ.
    βλ. запечатлеться} запечатлеть
    -его, -еешь, παρλθ. χρ
    -ел, -а, -о
    ρ.σ.
    1. αποτυπώνω, απεικονίζω με ακρίβεια.
    2. εντυπώνω, εγχαράσσω κάτι (στη μνήμη κ.τ.τ).
    3. σημειώνω, επικυρώνω, επιβεβαιώνω•

    запечатлевать(ся) примирение поцелуем επικυρώνω τη συμφιλίωση με φιλί.

    εκφρ.
    αποτυπώνομαι, εντυπώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. (1, 2 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > запечатлевать(ся)

  • 71 записать

    -пишу, -пишешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. записанный, βρ: -сан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. γράφω•

    записать доклад γράφω την εισήγηση•

    записать адрес γράφω τη διεύθυνση.

    2. εγγράφω (σε ταινία, δίσκο).
    3. εγγράφω σε κατάλογο, πρακτικό κ.τ.τ. записать сына в школу εγγράφω το γιο στο σχολείο•

    -ште это за мною γράψτε το στο λογαριασμό μου.

    || σημειώνω.
    4. γράφω στο όνομα, διαθέτω, κληροδοτώ•

    записать дом на жене γράφω το σπίτι στη γυναίκα.

    5. μουντζουρώνω•

    записать всю страницу каракулями γεμίζω όλη τη σελίδα με ορνιθοσκαλίσματα.

    6. αρχίζω να γράφω κλπ. ρ. βλ. писать.
    1. εγγράφομαι.
    2. παραγράφω, γράφω πολλή ώρα•

    -лся, шея болит παράγραψα, ο λαιμός μου πονά.

    || κουράζομαι από το πολύ γράψιμο• με τραβάει το γράψιμο.

    Большой русско-греческий словарь > записать

  • 72 заприметить

    -ечу, -етишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. запримеченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ. (απλ.) παρατηρώ, βλέπω, παίρνει το μάτι μου. || σημειώνω, σημαδεύω, βάζω σημάδια (για να υη ξεχάσω),

    Большой русско-греческий словарь > заприметить

  • 73 карандаш

    -ά. α. μολύβι, μολυβδοκόντυλο•

    -химический χημικό μολύβι•

    простой карандаш κοινό μολύβι•

    цветные -и έγχρωμα μολύβια•

    красный карандаш κόκκινο μολύβι•

    писать -ом γράφω με μολύβι.

    εκφρ.
    взять на карандаш – σημειώνω πρόχειρα•
    в - – με το μολύβι (σχεδιάζω, ιχνογραφίζω).

    Большой русско-греческий словарь > карандаш

  • 74 маркировать

    1. -рую, -руешь
    ρ.δ.κ.σ.
    μαρκάρω, σταμπάρω.
    μαρκάρομαι, σταμπάρομαι.
    2
    -рую, -руешь
    ρ.δ.κ.σ.
    σημειώνω, επισημαίνω, σημαδεύω.
    σημειώνομαι, σημαδεύομαι, επισημαίνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > маркировать

  • 75 метить

    мечу, метишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. меченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.δ.μ. σημαδεύω, σημειώνω, βάζω σημάδι, μαρκάρω.
    σημαδεύομαι, σημειώνομαι, μαρκάρομαι.
    мечу, метишь
    ρ.δ.
    1. σκοπεύω•

    метить в цель σκοπεύω στο στόχο.

    2. μτφ. αποβλέπω, αποσκοπώ.
    σκοπεύω•

    Большой русско-греческий словарь > метить

  • 76 наметить

    -чу, -тишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. намеченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σημαδεύω, σκοπεύω, βάζω στο σημάδι. || σημειώνω, μαρκάρω. || προσδιορίζω.
    2. σκιαγραφώ, σχεδιάζω πρόχειρα, προσχεδιάζω.
    σημειώνομαι.
    -чу, -тишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. намеченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σημαδεύω, βάζω σημάδι διακριτικό.
    2. τρυπώνω (ράβω πρόχειρα).
    3. διαγράφω, περιγράφω. προσχεδιάζω.
    σημειώνομαι, σημαδεύομαι. || διαγράφομαι, καθορίζομαι προκαταρτικά.

    Большой русско-греческий словарь > наметить

  • 77 начертать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. начертанный, βρ: -тан, -а, -о παλ.
    1. γράφω, παρασταίνω με γράμματα, χαράσσω.
    2. μτφ. σημειώνω, (προ)καθορίζω, προσχεδιάζω, προδιαγράφω.
    αποτυπώνομαι, (εγ)χαράσσομαι (στη μνήμη, συνείδηση κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > начертать

  • 78 определить

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. определенный, βρ: -лен, -лена, -лено.
    1. καθορίζω, προσδιορίζω•

    определить направление ветра προσδιορίζω την κατεύθυνση του άνεμου•

    обязанности каждого καθορίζω τις υποχρεώσεις του καθενός.

    || κάνω διάγνωση•

    определить болезнь κάνω διάγνωση της ασθένειας.

    (μαθ.) βρίσκω, λογαριάζω•

    определить треугольник, угол προσδιορίζω το τρίγωνο, τη γωνία.

    || διασαφηνίζω, διευκρινίζω, ξεδιαλύνω, ξεκαθαρίζω,
    2. χαρακτηρίζω, διατυπώνω, ορίζω, δίνω ορισμό•

    определить искусство δίνω τον ορισμό της Τέχνης.

    3. σημειώνω, διαγράφω•

    определить пунктиром линию раз-рза καθορίζω στικτώς τη γραμμή κοπής.

    4. καθιερώνω. || αποφασίζω, βγάζω απόφαση. || χορηγώ, παρέχω, δίνω. || μτφ. προετοιμάζω, προαποφασίζω, προκαθορίζω.
    5. διορίζω, τοποθετώ• ονομάζω• βάζω•

    его -ли в судьи τον ονόμασαν δικαστή•

    отец -ил сына в сапожника ο πατέρας έβαλε το γιο να μάθει τσαγκάρης.

    1. καθορίζομαι, προσδιορίζομαι• διασαφηνίζομαι, διευκρινίζομαι, ξεδιαλύνομαι, ξεκαθαρίζομαι. || σχηματίζομαι, διαμορφώνομαι πλήρως•

    характер -лся ο χαρακτήρας διαμορφώθηκε πλήρως.

    2. προσανατολίζομαι.
    3. κατατάσσομαι, τοποθετούμαι κρίνομαι• μπαίνω•

    -в военную службу μπαίνω στη στρατιωτική υπηρεσία•

    определить в пехоту κατατάσσομαι στο πεζικό•

    определить в команду корабля πιάνω δουλειά στο καράβι (γίνομαι μέλος του πληρώματος).

    Большой русско-греческий словарь > определить

  • 79 отбить

    отобью, отобьшь, προστκ. отбей; ρ.σ.μ.
    1. αποσπώ χτυπώντας, θραύω, σπάζω•

    он -ил руку у статуи αυτός έσπασε το χέρι του αγάλματος.

    2. αποκρούω•

    отбить мяч рукой αποκρούω το τόπι με το χέρι•

    отбить нападение αποκρούω επίθεση•

    отбить неприятеля αποκρούω τον εχθρό.

    3. αποσπώ βίαια• ξαναπαίρνω. || χωρίζω, αποχωρίζω (από το σύνολο).
    4. παίρνω, αποσπώ.
    5. εξαλείφω, διώχνω, αποβάλλω. || καταστρέφω, χαλνώ, κόβω•

    отбить настроение χαλνώ τη διάθεση•

    отбить охоту κόβω την όρεξη.

    || στερώ της επιθυμίας για κάτι•

    дожди -ли нас от всех работ οι βροχές μας σταμάτησαν απ όλες τις δουλειές.

    6. χτυπώ, σημειώνω, σημαίνω με χτύπους, κωδωνισμούς. || μεταδίδω•

    отбить телеграмму μεταδίνω τηλεγράφημα (χτυπώντας στη συσκευή).

    || βλάπτω, κο.υράζω, προξενώ πόνο χτυπώντας•

    отбить лндони πονούν οι παλάμες από την κρούση•

    отбить ноги κουράζω τα πόδια.

    7. ισιάζω, οξύνω με σφυρηλατήματα.
    8. (διαλκ.) ξεχωρίζω μετρώντας.
    9. χτυπώ γραμμή•

    отбить ниткой линию χτυπώ γραμμή με την κλωστή.

    10. σταματώ, παύω•

    часы -ли το ρολόγι σταμά-μάτησε (έπαυσε να χτυπά).

    1. σπάζω, θραύομαι με χτυπήματα.
    2. αποκρούω.
    (απλ.) απαλλάσσομαι, γλυτώνω.
    3. ξεκόβομαι, αποκόβομαι μένω πίσω•

    отбить от отряда ξεκόβομαι από το τμήμα•

    корова -лась от стада η αγελάδα ξεκόπηκε από το κοπάδι.

    4. ξεκόβω, παύω να ασχολούμαι, να κάνω κάτι.
    εκφρ.
    отбить от дома – ξεκόβω από το σπίτι (σπάνια πηγαίνω)•
    отбить от рук – ξεφεύγω από τα χέρια (την κηδεμονία).

    Большой русско-греческий словарь > отбить

  • 80 отчеркнуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отчркнутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ. σημειώνω με ζωηρή γραμμή.

    Большой русско-греческий словарь > отчеркнуть

См. также в других словарях:

  • σημειώνω — σημειώνω, σημείωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σημειώνω — σημειῶ, όω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σαμειῶ Α [σημεῑον] 1. επιθέτω ή γράφω κάπου σημείο για αναγνώριση ή υπόμνηση (α. «σημείωσα όλα τα λάθη στο κείμενο» β. «ταῡτα γὰρ νῡν βεβημάτισται καὶ σεσημείωται κατὰ σταδίους», Πολ.) 2. υπολογίζω σοβαρά κάτι,… …   Dictionary of Greek

  • σημειώνω — σημείωσα, σημειώθηκα, σημειωμένος 1. επισημαίνω, βάζω σημάδι: Σημείωσε με κόκκινο μολύβι πάνω στο βιβλίο τις πιο ενδιαφέρουσες παραγράφους. 2. κρατώ σημειώσεις, γράφω πρόχειρα κάτι: Ο δάσκαλος ζήτησε από τους μαθητές να σημειώσουν στα τετράδιά… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νοτιάζω — (Μ) καταγράφω, σημειώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. noter «σημειώνω» (< λατ. noto «σημειώνω») κατά τα ρήματα σε ιάζω] …   Dictionary of Greek

  • παρασημαίνω — κυρίως το μέσ. παρασημαίνομαι ΝΜΑ βάζω ψευδές σήμα, παραχαράσσω, παραποιώ νεοελλ. μσν. φανερώνω με σημεία, συμβολίζω νεοελλ. μέσ. παρασημαίνομαι μαθαίνω κάτι με σήματα ή σύμβολα αρχ. 1. (για ζώα) εκδηλώνω, προδίδω με την έκφραση 2. βάζω σημάδι… …   Dictionary of Greek

  • υποσημειώνω — ὑποσημειῶ, όω, NA [σημειῶ / ώνω] μέσ. υποσημειώνομαι και ὑποσημειοῡμαι, όομαι βάζω την υπογραφή μου από κάτω νεοελλ. σημειώνω από κάτω, γράφω υποσημειώσεις αρχ. 1. σημειώνω με αριθμούς 2. μέσ. κρατώ σημειώσεις, σημειώνω …   Dictionary of Greek

  • εξοβελίζω — (AM ἐξοβελίζω) σημειώνω με οβελό χωρίο κειμένου που θεωρώ νόθο και συνεπώς πρέπει να αφαιρεθεί από το κείμενο, απορρίπτω («πολλοί στίχοι τού Ομήρου εξοβελίζονται») νεοελλ. απορρίπτω, διαγράφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οβελίζω «σημειώνω με οβελό ως νόθο …   Dictionary of Greek

  • επισημαίνω — (AM ἐπισημαίνω) νεοελλ. 1. σημειώνω, σημαδεύω κάτι, τό μαρκάρω για να μπορώ να τό αναγνωρίζω 2. τονίζω ιδιαιτέρως κάτι, υποδεικνύω με έμφαση 3. ναυτ. υποδεικνύω ένα επικίνδυνο σημείο στους ναυτιλλομένους τοποθετώντας σημαντήρα ή πάσσαλο κ.λπ. ως… …   Dictionary of Greek

  • επισημειώνω — [επισημειώ, όω] 1. σημειώνω κάτι επάνω ή σημειώνω επί πλέον, θέτω επάνω σήμα, σημαδεύω, επισημαίνω 2. παραθέτω επισημείωση, υποσημείωση σε ένα κείμενο …   Dictionary of Greek

  • κατατίθημι — (AM) μσν. μέσ. κατατίθεμαι α) αφήνω, εγκαταλείπω, απαρνούμαι β) συμφωνώ, δέχομαι γ) καταλήγω μόνιμα, εγκαθίσταμαι κάπου μσν. αρχ. ενεργ. (για νεκρό) ενταφιάζω αρχ. 1. τοποθετώ, αφήνω κάτι κάτω, αποθέτω 2. βγάζω τα όπλα μου και τά αφήνω κατά μέρος …   Dictionary of Greek

  • κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»