-
41 намечать
намечатьнесов1. (план и т. п.) χα-ράττω, χαράζω, σχεδιάζω, ὑποδείχνω / προσχεδιάζω, προπλάσσω (набрасывать)·2. (кандидата и т. п.) προτείνω·3. (ставить метку) σημειώνω, μαρκάρω. -
42 наносить
наносить Iсов (приносить) φέρνω, φέρω, κουβαλώ.наносить IIнесов1. (нагромождать) ἀποθέτω (откладывать \наносить о воде)/ μαζεύω, στοιβάζω (снег, песок и т. п.)·2. (на карту и т. п.) σημειώνω:\наносить краски на холст χρωματίζω τό παννό· \наносить на бумагу καταγράφω, γράφω·3. (причинять) ἐπιφέρω, καταφέρω:\наносить удар καταφέρω κτύπημα· \наносить ущерб προξενώ ζημίαν \наносить оскорбление ἐξυβρίζω, προσβάλλω· \наносить поражение νικώ· ◊ \наносить визит ἐπισκέπτομαι κάποιον. -
43 обозначать
обозначатьнесов1. (делать знак, метку) σημειώνω, σημαδεύω, παριστάνω·2. (значить) σημαίνω, ἐμφαίνω, ὑποδηλώνω / δείχνω (указывать). -
44 отметить
отметитьсов ί. см. отмечать·2. (обратить внимание на кого-л., на что-л.) σημειώνω, λαμβάνω ὑπό σημείωσιν / ἀναφέρω (упомянуть)· 3:нельзя не \отметить, что... δέν μπορούμε νά μήν ἀναφέρουμε. -
45 подмечать
подмечатьнесов παρατηρώ, σημειώνω. -
46 помечать
помечатьнесов σημειώνω, σημειώ, μαρκάρω:\помечать задним числом προχρονολογώ. -
47 размечать
размечатьнесов σημειώνω, σημαδεύω, σημαίνω (μετ.), μαρκάρω. -
48 топтаться
топт||атьсяστέκομαι στό ἰδιο μέρος:\топтатьсяаться на месте перен κάνω σημειωτό, δέν σημειώνω καμμιά πρόοδο, -
49 успех
успе||хм1. ἡ ἐπιτυχία:добиться \успехха πετυχαίνω, ἐπιτυγχάνω· желаю вам \успехха σᾶς εὔχομαι καλήν ἐπιτυχίαν иметь \успех, пользоваться \успеххом ἔχω ἐπιτυχία· спектакль имел шу́мный \успех ἡ παράσταση ἔκάνε θόρυβο·2. \успеххи мн. (успеваемость) ἡ πρόοδος, ἡ προκοπή:делать \успеххи σημειώνω πρόοδον, προοδεύω· ◊ с тем же \успеххом ἄλλο τόσο θά μποροῦσες θαυμάσια· с \успеххом μέ ἐπιτυχία. -
50 jot
-
51 make headway
(to make progress: We're not making much headway with this new scheme.) σημειώνω πρόοδο -
52 mark out
1) (to mark the boundary of (eg a football pitch) by making lines etc: The pitch was marked out with white lines.) σημειώνω,οριοθετώ2) (to select or choose for some particular purpose etc in the future: He had been marked out for an army career from early childhood.) προορίζω,ξεχωρίζω -
53 note
[nəut] 1. noun1) (a piece of writing to call attention to something: He left me a note about the meeting.) σημείωμα2) ((in plural) ideas for a speech, details from a lecture etc written down in short form: The students took notes on the professor's lecture.) (πληθ.)σημειώσεις3) (a written or mental record: Have you kept a note of his name?) σημείωση4) (a short explanation: There is a note at the bottom of the page about that difficult word.) επεξήγηση5) (a short letter: She wrote a note to her friend.) γραμματάκι6) ((American bill) a piece of paper used as money; a bank-note: a five-dollar note.) χαρτονόμισμα7) (a musical sound: The song ended on a high note.) νότα8) (a written or printed symbol representing a musical note.) νότα9) (an impression or feeling: The conference ended on a note of hope.) νότα2. verb1) ((often with down) to write down: He noted (down) her telephone number in his diary.) σημειώνω,(κατα)γράφω2) (to notice; to be aware of: He noted a change in her behaviour.) παρατηρώ•- notable- notability
- notably
- noted
- notelet
- notebook
- notecase
- notepaper
- noteworthy
- noteworthiness
- take note of -
54 take down
(to make a note or record of: He took down her name and address.) (κατα)γράφω, σημειώνω -
55 write down
(to record in writing: She wrote down every word he said.) (κατα)γράφω, σημειώνω -
56 записывать
[ζαπίσυβατ'] ρ. σημειώνω -
57 маркировать
[μαρκιραβάτ'] ρ. σημειώνω, μαρκάρω -
58 обозначать
[αμπαζνστσάτ'] ρ. σημειώνω -
59 отмечать
[ατμιτσάτ"] ρ. σημειώνω -
60 размечать
[ραζμιτσάτ'] ρ. σημειώνω
См. также в других словарях:
σημειώνω — σημειώνω, σημείωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σημειώνω — σημειῶ, όω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σαμειῶ Α [σημεῑον] 1. επιθέτω ή γράφω κάπου σημείο για αναγνώριση ή υπόμνηση (α. «σημείωσα όλα τα λάθη στο κείμενο» β. «ταῡτα γὰρ νῡν βεβημάτισται καὶ σεσημείωται κατὰ σταδίους», Πολ.) 2. υπολογίζω σοβαρά κάτι,… … Dictionary of Greek
σημειώνω — σημείωσα, σημειώθηκα, σημειωμένος 1. επισημαίνω, βάζω σημάδι: Σημείωσε με κόκκινο μολύβι πάνω στο βιβλίο τις πιο ενδιαφέρουσες παραγράφους. 2. κρατώ σημειώσεις, γράφω πρόχειρα κάτι: Ο δάσκαλος ζήτησε από τους μαθητές να σημειώσουν στα τετράδιά… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νοτιάζω — (Μ) καταγράφω, σημειώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. noter «σημειώνω» (< λατ. noto «σημειώνω») κατά τα ρήματα σε ιάζω] … Dictionary of Greek
παρασημαίνω — κυρίως το μέσ. παρασημαίνομαι ΝΜΑ βάζω ψευδές σήμα, παραχαράσσω, παραποιώ νεοελλ. μσν. φανερώνω με σημεία, συμβολίζω νεοελλ. μέσ. παρασημαίνομαι μαθαίνω κάτι με σήματα ή σύμβολα αρχ. 1. (για ζώα) εκδηλώνω, προδίδω με την έκφραση 2. βάζω σημάδι… … Dictionary of Greek
υποσημειώνω — ὑποσημειῶ, όω, NA [σημειῶ / ώνω] μέσ. υποσημειώνομαι και ὑποσημειοῡμαι, όομαι βάζω την υπογραφή μου από κάτω νεοελλ. σημειώνω από κάτω, γράφω υποσημειώσεις αρχ. 1. σημειώνω με αριθμούς 2. μέσ. κρατώ σημειώσεις, σημειώνω … Dictionary of Greek
εξοβελίζω — (AM ἐξοβελίζω) σημειώνω με οβελό χωρίο κειμένου που θεωρώ νόθο και συνεπώς πρέπει να αφαιρεθεί από το κείμενο, απορρίπτω («πολλοί στίχοι τού Ομήρου εξοβελίζονται») νεοελλ. απορρίπτω, διαγράφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οβελίζω «σημειώνω με οβελό ως νόθο … Dictionary of Greek
επισημαίνω — (AM ἐπισημαίνω) νεοελλ. 1. σημειώνω, σημαδεύω κάτι, τό μαρκάρω για να μπορώ να τό αναγνωρίζω 2. τονίζω ιδιαιτέρως κάτι, υποδεικνύω με έμφαση 3. ναυτ. υποδεικνύω ένα επικίνδυνο σημείο στους ναυτιλλομένους τοποθετώντας σημαντήρα ή πάσσαλο κ.λπ. ως… … Dictionary of Greek
επισημειώνω — [επισημειώ, όω] 1. σημειώνω κάτι επάνω ή σημειώνω επί πλέον, θέτω επάνω σήμα, σημαδεύω, επισημαίνω 2. παραθέτω επισημείωση, υποσημείωση σε ένα κείμενο … Dictionary of Greek
κατατίθημι — (AM) μσν. μέσ. κατατίθεμαι α) αφήνω, εγκαταλείπω, απαρνούμαι β) συμφωνώ, δέχομαι γ) καταλήγω μόνιμα, εγκαθίσταμαι κάπου μσν. αρχ. ενεργ. (για νεκρό) ενταφιάζω αρχ. 1. τοποθετώ, αφήνω κάτι κάτω, αποθέτω 2. βγάζω τα όπλα μου και τά αφήνω κατά μέρος … Dictionary of Greek
κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… … Dictionary of Greek