Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

σημειώνω

  • 81 охладеть

    ρ.σ.
    1. παλ. κρυώνω, ψύχομαι,.; воздух -л ο αέρας κρύωσε.
    2. μτφ. εξασθενώ, υποχωρώ, σημειώνω κάμψη, ύφεση. || μτφ. ψυχραίνομαι, χάνεται σβήνει το ενόιαφέρο.

    Большой русско-греческий словарь > охладеть

  • 82 подметить

    ρ.σ.μ. παρατηρώ, βλέπω• σημειώνω αντιλαμβάνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > подметить

  • 83 пометить

    -мечу, -метишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. помеченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    σημειώνω• επισημαίνω, σημαδεύω• μαρκάρω.

    Большой русско-греческий словарь > пометить

  • 84 предел

    α.
    1. όριο, σύνορο, γραμμή•

    обозначить на карте -ы области σημειώνω στο χάρτη τα όρια της περιοχής.

    || μτφ. το άκρο•

    выйти из -ов благопристойности ή приличия βγαίνω από τα όρια της ευπρέπειας•

    перейти -ы дозволенного ξεπερνώ τα όρια του επιτρεπτού•

    в -ах возможного στα όρια του δυνατού•

    доходить (дойти) до -а φτάνω στα άκρα•

    вне -ов έξω από τα όρια•

    за -ами. πέρα από τα όρια.

    2. πλθ. -ы, -ов τα σύνορα•

    расширить -ы государства μεγαλώνω τα όρια του κράτους.

    || παλ. περιοχή.
    3. το ανώτερο όριο, το έπακρο, το άκρον άωτον•

    предел упругости το ανώτατο όριο ελαστιχότητας.

    || τέλος, τέρμα•

    всякому терпению есть -η υπομονή έχει όρια•

    положить предел βάζω τέρμα.

    Большой русско-греческий словарь > предел

  • 85 проложить

    -ложу, -ложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проложенный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. τοποθετώ, βάζω κατά μήκος• εκτείνω• απλώνω•

    проложить половики по коридорам απλώνω τα χαλιάστους διαδρόμους.

    2. ανοίγω, διανοίγω, φτιάχνω•

    проложить дорогу через лес διανοίγω δρόμο στο δάσος.

    3. σημειώνω τη διαδρομή (στο χάρτη).
    4. παρεμβάζω, τοποθετώ ανάμεσα•

    проложить стеклянную посуду соломой βάζω ανάμεσα στα γυαλικά, άχυρο.

    εκφρ.
    проложить дорогу (путь) – ανοίγω το δρόμο (δημιουργώ ευνοϊκές συνθήκες ανάπτυξης)•
    проложить себе дорогу – σταδιοδρομώ μόνος μου.

    Большой русско-греческий словарь > проложить

  • 86 разметить

    -мечу, -метишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. размеченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ. σημαδεύω, σημειώνω• επισημαίνω• μαρκάρω.

    Большой русско-греческий словарь > разметить

  • 87 регистрировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ.μ.
    1. εγγράφω, καταγράφω καταχωρώ πρωτοκολλώ•

    -делегатов съезда καταγράφω τους αντιπροσώπους του συνεδρίου.

    2. σημειώνω.
    1. εγγράφομαι.
    2. γράφομαι στο μητρώο. || καταχωρούμαι πρωτοκολλούμαι. || σημαδεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > регистрировать

  • 88 сметить

    смечу, сметишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. смеченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ. (παλ. κ. απλ.).
    1. σημειώνω, σημαδεύω.
    2. βλ. смекать (1 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > сметить

  • 89 схватить

    -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. схваченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. πιάνω, συλλαμβάνω, αρπάζω, τσακώνω•

    схватить за руку πιάνω από το χέρι•

    схватить за ворот ή за шиворот πιάνω από το γιακά•

    схватить за горло πιάνω από το λαιμό•

    схватить нож αρπάζω το μαχαίρι•

    -ли беглого συνέλαβαν το δραπέτη•

    его -ла лихорадка τον έπιασε μεγάλος πυρετός•

    схватить болезнь αρπάζω αρρώστια•

    схватить насморк αρπάζω συνάχι.

    2. περιδένω•

    схватить платье в талии лн-точкой πιάνω το φόρεμα στη μέση με κορδελί-τσα.

    3. συνδέω, ενώνω, στεργιώνω.
    4. αμ. σφίγγω, δένω•

    бетон быстро -ло το μπετό έπιασε (έδεσε) γρήγορα.

    5. μτφ. κυριεύω, παίρνω•

    его -ил крепкий сон τον έπιασε βαθύς ύπνος.

    || μτφ. σημειώνω, παρατηρώ, πιάνω.
    6. καταλαβαίνω, εννοώ, αντιλαμβάνομαι γρήγορα•

    схватить основную мысль πιάνω γρήγορα το βασικό νόημα.

    1. πιάνομαι•

    мы -лись за руки εμείς πιαστήκαμε χέρι με χέρι•

    мы -лись за ружья εμείς αρπάξαμε (πήραμε) τα όπλα.

    || κρατιέμαι•

    чтобы не упасть, он -лся за железо για να μην πέσει, αυτός πιάστηκε από τη σιδεριά.

    || μτφ. προσκολλιέμαι, αγκιστρώνομαι•

    он -лся за слово αυτός πιάστηκε από μια λέξη.

    2. μάχομαι, αγωνίζομαι• τσακώνομαι• αρπάζομαι•

    мы -лись в рукопашную εμείς ήρθαμε (πιαστήκαμε) στα χέρια•

    они -ли.сь драться αυτοί αρπάχτηκαν (τσακώθηκαν).

    3. θυμούμαι ξαφνικά.
    4. σηκώνομαι απότομα, αναπηδώ•

    он -лся с кровати αυτός σηκώθηκε απότομα από το κρεβάτι.

    5. σκληρύνομαι, σφίγγω, δένω (για ουσίες).
    εκφρ.
    схватить за голову – τραβώ τα μαλλιά μου (για λάθος μου, αποτυχία,.κακό).

    Большой русско-греческий словарь > схватить

  • 90 фиксировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ.κ.σ.
    1. (γραπ. λόγος)• ορίζω, καθορίζω, προσδιορίζω•

    конституция -рует права граждан το σύνταγμα καθορίζει τα δικαιώματα του πολίτη.

    || σημειώνω, εγγράφω, καταγράφω, καταχωρώ•

    фиксировать все сведения καταγράφω όλες τις πληροφορίες.

    2. προσηλώνω, καρφώνω, συγκεντρώνω•

    фиксировать внимание προσηλώνω την προσοχή.

    3. στερεώνω.
    4. αφομοιώνω.
    1. ορίζομαι, καθορίζομαι, προσδιορίζομαι. || σημειώνομαι, εγγράφομαι, καταγράφομαι.
    2. προσηλώνομαι, καρφώνομαι,συγκεντρώνομαι•

    внимание -лось на дальней точке η προσοχή προσηλώθηκε σε μακρινό σημείο.

    || στερεώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > фиксировать

  • 91 noter

    1) βαθμολογώ
    2) σημειώνω

    Dictionnaire Français-Grec > noter

  • 92 zaznamenat

    1) ηχογραφώ
    2) σημειώνω

    Česká-řecký slovník > zaznamenat

  • 93 mark

    1) βαθμός
    2) σημαίνω
    3) σημειώνω

    English-Greek new dictionary > mark

  • 94 note

    1) σημειώνω
    2) σημείωση

    English-Greek new dictionary > note

  • 95 zauważać

    1) αντιλαμβάνομαι
    2) σημειώνω

    Słownik polsko-grecki > zauważać

См. также в других словарях:

  • σημειώνω — σημειώνω, σημείωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σημειώνω — σημειῶ, όω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σαμειῶ Α [σημεῑον] 1. επιθέτω ή γράφω κάπου σημείο για αναγνώριση ή υπόμνηση (α. «σημείωσα όλα τα λάθη στο κείμενο» β. «ταῡτα γὰρ νῡν βεβημάτισται καὶ σεσημείωται κατὰ σταδίους», Πολ.) 2. υπολογίζω σοβαρά κάτι,… …   Dictionary of Greek

  • σημειώνω — σημείωσα, σημειώθηκα, σημειωμένος 1. επισημαίνω, βάζω σημάδι: Σημείωσε με κόκκινο μολύβι πάνω στο βιβλίο τις πιο ενδιαφέρουσες παραγράφους. 2. κρατώ σημειώσεις, γράφω πρόχειρα κάτι: Ο δάσκαλος ζήτησε από τους μαθητές να σημειώσουν στα τετράδιά… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νοτιάζω — (Μ) καταγράφω, σημειώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. noter «σημειώνω» (< λατ. noto «σημειώνω») κατά τα ρήματα σε ιάζω] …   Dictionary of Greek

  • παρασημαίνω — κυρίως το μέσ. παρασημαίνομαι ΝΜΑ βάζω ψευδές σήμα, παραχαράσσω, παραποιώ νεοελλ. μσν. φανερώνω με σημεία, συμβολίζω νεοελλ. μέσ. παρασημαίνομαι μαθαίνω κάτι με σήματα ή σύμβολα αρχ. 1. (για ζώα) εκδηλώνω, προδίδω με την έκφραση 2. βάζω σημάδι… …   Dictionary of Greek

  • υποσημειώνω — ὑποσημειῶ, όω, NA [σημειῶ / ώνω] μέσ. υποσημειώνομαι και ὑποσημειοῡμαι, όομαι βάζω την υπογραφή μου από κάτω νεοελλ. σημειώνω από κάτω, γράφω υποσημειώσεις αρχ. 1. σημειώνω με αριθμούς 2. μέσ. κρατώ σημειώσεις, σημειώνω …   Dictionary of Greek

  • εξοβελίζω — (AM ἐξοβελίζω) σημειώνω με οβελό χωρίο κειμένου που θεωρώ νόθο και συνεπώς πρέπει να αφαιρεθεί από το κείμενο, απορρίπτω («πολλοί στίχοι τού Ομήρου εξοβελίζονται») νεοελλ. απορρίπτω, διαγράφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οβελίζω «σημειώνω με οβελό ως νόθο …   Dictionary of Greek

  • επισημαίνω — (AM ἐπισημαίνω) νεοελλ. 1. σημειώνω, σημαδεύω κάτι, τό μαρκάρω για να μπορώ να τό αναγνωρίζω 2. τονίζω ιδιαιτέρως κάτι, υποδεικνύω με έμφαση 3. ναυτ. υποδεικνύω ένα επικίνδυνο σημείο στους ναυτιλλομένους τοποθετώντας σημαντήρα ή πάσσαλο κ.λπ. ως… …   Dictionary of Greek

  • επισημειώνω — [επισημειώ, όω] 1. σημειώνω κάτι επάνω ή σημειώνω επί πλέον, θέτω επάνω σήμα, σημαδεύω, επισημαίνω 2. παραθέτω επισημείωση, υποσημείωση σε ένα κείμενο …   Dictionary of Greek

  • κατατίθημι — (AM) μσν. μέσ. κατατίθεμαι α) αφήνω, εγκαταλείπω, απαρνούμαι β) συμφωνώ, δέχομαι γ) καταλήγω μόνιμα, εγκαθίσταμαι κάπου μσν. αρχ. ενεργ. (για νεκρό) ενταφιάζω αρχ. 1. τοποθετώ, αφήνω κάτι κάτω, αποθέτω 2. βγάζω τα όπλα μου και τά αφήνω κατά μέρος …   Dictionary of Greek

  • κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»