Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

σεσωσμένος

См. также в других словарях:

  • σεσωσμένος — σώζω perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεσῳσμένος — σώζω perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρώ — (I) κυρῶ, έω και κύρω (Α) 1. συναντώ τυχαία, πέφτω επάνω («ἄλλοτε μέν τε κακῷ ὅ γε κύρεται, ἄλλοτε δ ἐσθλῷ», Ομ. Ιλ.) 2. προσκρούω 3. φθάνω έως... (α. «μέγα δένδρεον αἰθέρι κῡρον», Καλλ.) β. «αιθερίας νεφέλας κύρσαιμι», Σοφ.) γ. «ἐπ ἀκταῑς νιν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»