-
1 σεισίχθων
σεισίχθωνearth-shaker: masc nom /voc sg -
2 σεισίχθων
1 earth shaking epith. of Poseidon.ἄμμι δ' ἔοικε Κρόνου σεισίχθον υἱὸν κελαδῆσαι I. 1.52
-
3 σεισίχθων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σεισίχθων
-
4 σεισίχθονα
σεισίχθωνearth-shaker: masc acc sg -
5 σεισίχθονι
σεισίχθωνearth-shaker: masc dat sg -
6 σεισίχθονος
σεισίχθωνearth-shaker: masc gen sg -
7 σεισίχθον'
σεισίχθονα, σεισίχθωνearth-shaker: masc acc sgσεισίχθονι, σεισίχθωνearth-shaker: masc dat sgσεισίχθονε, σεισίχθωνearth-shaker: masc nom /voc /acc dual -
8 Ποσειδαων
Ποσειδᾱων, -ειδάν (-άων, -άν, -άωνος, -ᾶνος, -άωνι, -άωνα, -ᾶν(α), -αον, -άν voc., v. Kambylis, Anredeformen, 133: Ποτειδᾶνος v. infra.) son of Kronos, husband of Amphitrite, god of the sea, earthquakes and horses, patron of the Isthmian games. ( Πέλοψ)1τοῦ μεγασθενὴς ἐράσσατο Γαιάοχος Ποσειδάν O. 1.26
“ Ποσείδαον” O. 1.75 ( Πιτάνα)Ποσειδάωνι μιχθεῖσα Κρονίῳ λέγεται παῖδα ἰόπλοκον Εὐάδναν τεκέμεν O. 6.29
ἐκάλεσσε Ποσειδᾶν' εὐρυβίαν O. 6.58
εὐρυμέδων τε Ποσειδάν (as builder of the walls of Troy) O. 8.31 Κόρινθον, Ἰσθμίου πρόθυρον Ποτειδᾶνος (Thom. Mag., Tricl.: ποσειδᾶνος, ποτιδᾶνος codd.: “carmini victorem Corinthium celebranti dei appellatio Corinthia perquam apta est,” Turyn) O. 13.5 ἐν δ' ἀμφιάλοισι Ποτειδᾶνος τεθμοῖσιν (Tricl.: ποτιδᾶνος, ποσειδᾶνος, ποσειδῶνος codd.) O. 13.40ἀμφὶ Πύλον σταθεὶς ἤρειδε Ποσειδάν O. 9.31
“ Εὔφαμος υἱὸς ἱππάρχου Ποσειδάωνος ἄναξ” P. 4.45 “ παῖ Ποσειδᾶνος Πετραίου” (Pelias) P. 4.138Ποσειδάωνος ἐνναλίου τέμενος P. 4.204
Ἐλέλιχθον Ποσειδάν P. 6.51
γαμβρὸν Ποσειδάωνα πείσαις (sc. Ζεύς: v. γαμβρός) N. 5.37ἐγὼ δὲ Ποσειδάωνι Ἰσθμῷ τε ζαθέᾳ Ὀγχηστίαισίν τ' ἀιόνεσσιν περιστέλλων ἀοιδάν I. 1.32
Ἰσθμίαν ἵπποισι νίκαν, τὰν λτ;γτ;ενοκράτει Ποσειδάων ὀπάσαις Δωρίων αὐτῷ στεφάνωμα κόμᾳ πέμπεν ἀναδεῖσθαι σελίνων I. 2.14
κρανίοις ὄφρα ξένων ναὸν Ποσειδάωνος ἐρέφοντα (sc. Ἀνταῖον)σχέθοι I. 4.54
Ζεὺς ὅτ' ἀμφὶ Θέτιος ἀγλαός τ ἔρισαν Ποσειδὰν γάμῳ I. 8.27
ἐλασίχθων ( Ποσειδάν) fr. 18.Ναίδ]ος Θρονίας Ἄβδηρε χαλκοθώραξ [Πος]ειδᾶνός τε παῖ Pae. 2.2
ἵπποι μὲν ἀθάναται Ποσειδᾶνος ἄγοντ' Αἰακ[ Pae. 15.3
φὰν δ ἔμμεναι Ζηνὸς υἱοὶ καὶ κλυτοπώλου Ποσειδάωνος (Peirithoos & Theseus) fr. 243. ]ε Ποσειδᾶνος χά[ρι]ν ?fr. 345a. 9. cf. εὐτρίαινα, ὀρσιτρίαινα, ὀρσοτρίαινα, ἀγλαοτρίαινα, ἐννοσίγαιος, ἐννοσίδας, σεισίχθων, ποντομέδων, Ἴσθμιος, Πετραῖος, Κρόνιος, Δαμαῖος. -
9 Ποσειδάν
Ποσειδᾱων, -ειδάν (-άων, -άν, -άωνος, -ᾶνος, -άωνι, -άωνα, -ᾶν(α), -αον, -άν voc., v. Kambylis, Anredeformen, 133: Ποτειδᾶνος v. infra.) son of Kronos, husband of Amphitrite, god of the sea, earthquakes and horses, patron of the Isthmian games. ( Πέλοψ)1τοῦ μεγασθενὴς ἐράσσατο Γαιάοχος Ποσειδάν O. 1.26
“ Ποσείδαον” O. 1.75 ( Πιτάνα)Ποσειδάωνι μιχθεῖσα Κρονίῳ λέγεται παῖδα ἰόπλοκον Εὐάδναν τεκέμεν O. 6.29
ἐκάλεσσε Ποσειδᾶν' εὐρυβίαν O. 6.58
εὐρυμέδων τε Ποσειδάν (as builder of the walls of Troy) O. 8.31 Κόρινθον, Ἰσθμίου πρόθυρον Ποτειδᾶνος (Thom. Mag., Tricl.: ποσειδᾶνος, ποτιδᾶνος codd.: “carmini victorem Corinthium celebranti dei appellatio Corinthia perquam apta est,” Turyn) O. 13.5 ἐν δ' ἀμφιάλοισι Ποτειδᾶνος τεθμοῖσιν (Tricl.: ποτιδᾶνος, ποσειδᾶνος, ποσειδῶνος codd.) O. 13.40ἀμφὶ Πύλον σταθεὶς ἤρειδε Ποσειδάν O. 9.31
“ Εὔφαμος υἱὸς ἱππάρχου Ποσειδάωνος ἄναξ” P. 4.45 “ παῖ Ποσειδᾶνος Πετραίου” (Pelias) P. 4.138Ποσειδάωνος ἐνναλίου τέμενος P. 4.204
Ἐλέλιχθον Ποσειδάν P. 6.51
γαμβρὸν Ποσειδάωνα πείσαις (sc. Ζεύς: v. γαμβρός) N. 5.37ἐγὼ δὲ Ποσειδάωνι Ἰσθμῷ τε ζαθέᾳ Ὀγχηστίαισίν τ' ἀιόνεσσιν περιστέλλων ἀοιδάν I. 1.32
Ἰσθμίαν ἵπποισι νίκαν, τὰν λτ;γτ;ενοκράτει Ποσειδάων ὀπάσαις Δωρίων αὐτῷ στεφάνωμα κόμᾳ πέμπεν ἀναδεῖσθαι σελίνων I. 2.14
κρανίοις ὄφρα ξένων ναὸν Ποσειδάωνος ἐρέφοντα (sc. Ἀνταῖον)σχέθοι I. 4.54
Ζεὺς ὅτ' ἀμφὶ Θέτιος ἀγλαός τ ἔρισαν Ποσειδὰν γάμῳ I. 8.27
ἐλασίχθων ( Ποσειδάν) fr. 18.Ναίδ]ος Θρονίας Ἄβδηρε χαλκοθώραξ [Πος]ειδᾶνός τε παῖ Pae. 2.2
ἵπποι μὲν ἀθάναται Ποσειδᾶνος ἄγοντ' Αἰακ[ Pae. 15.3
φὰν δ ἔμμεναι Ζηνὸς υἱοὶ καὶ κλυτοπώλου Ποσειδάωνος (Peirithoos & Theseus) fr. 243. ]ε Ποσειδᾶνος χά[ρι]ν ?fr. 345a. 9. cf. εὐτρίαινα, ὀρσιτρίαινα, ὀρσοτρίαινα, ἀγλαοτρίαινα, ἐννοσίγαιος, ἐννοσίδας, σεισίχθων, ποντομέδων, Ἴσθμιος, Πετραῖος, Κρόνιος, Δαμαῖος.
См. также в других словарях:
σεισίχθων — earth shaker masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεισίχθων — ον, Α (συν. ως προσωνυμία τού Διός και τού Ποσειδώνος) αυτός που σείει, που ταράζει τη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σεισι τού σείω*, σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος + χθών «γη» (πρβλ. δαμασί χθων)] … Dictionary of Greek
σεισίχθονα — σεισίχθων earth shaker masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεισίχθονι — σεισίχθων earth shaker masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεισίχθονος — σεισίχθων earth shaker masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεισίχθον' — σεισίχθονα , σεισίχθων earth shaker masc acc sg σεισίχθονι , σεισίχθων earth shaker masc dat sg σεισίχθονε , σεισίχθων earth shaker masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ποσειδών — I Θεός της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Κρόνου και της Ρέας και αδελφός του Δία και του Άδη. Λέγεται, στα νεότερα χρόνια, και Ποσειδώνας. Σύμφωνα με έναν αρχαίο μύθο, κατά τη διανομή του κόσμου μεταξύ των γιων του Κρόνου, δόθηκε στον Π. η… … Dictionary of Greek
σείω — ΝΜΑ, και σείνω και σείω και μεσοπαθ. σειέμαι Ν, και ποιητ. τ. σίω Α 1. κινώ κάτι προς τα εδώ και προς τα εκεί κατ επανάληψη, ανακινώ, ταλαντεύω, ταρακουνώ, δονώ (α. «καὶ σείσει τὸ κοντάριν του», Πρόδρ. β. «Θρηικίην σιόντα χαίτην», Ανακρ.) 2. παθ … Dictionary of Greek
χθων — η / χθών, ονός, ΝΑ ως κύριο όν. η Χθων μυθ. προσωποποιημένη θεότητα τής γης, που ταυτίζεται με τη Γαία και την οποία θεωρούσαν μητέρα τών Τιτάνων, τών Σειρήνων, τών Γιγάντων και τού Τυφώνος αρχ. 1. η γη, το έδαφος, το χώμα (α. «χθονὶ γυῑα… … Dictionary of Greek