Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

σεισίχθων

См. также в других словарях:

  • σεισίχθων — earth shaker masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεισίχθων — ον, Α (συν. ως προσωνυμία τού Διός και τού Ποσειδώνος) αυτός που σείει, που ταράζει τη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σεισι τού σείω*, σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος + χθών «γη» (πρβλ. δαμασί χθων)] …   Dictionary of Greek

  • σεισίχθονα — σεισίχθων earth shaker masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεισίχθονι — σεισίχθων earth shaker masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεισίχθονος — σεισίχθων earth shaker masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεισίχθον' — σεισίχθονα , σεισίχθων earth shaker masc acc sg σεισίχθονι , σεισίχθων earth shaker masc dat sg σεισίχθονε , σεισίχθων earth shaker masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ποσειδών — I Θεός της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Κρόνου και της Ρέας και αδελφός του Δία και του Άδη. Λέγεται, στα νεότερα χρόνια, και Ποσειδώνας. Σύμφωνα με έναν αρχαίο μύθο, κατά τη διανομή του κόσμου μεταξύ των γιων του Κρόνου, δόθηκε στον Π. η… …   Dictionary of Greek

  • σείω — ΝΜΑ, και σείνω και σείω και μεσοπαθ. σειέμαι Ν, και ποιητ. τ. σίω Α 1. κινώ κάτι προς τα εδώ και προς τα εκεί κατ επανάληψη, ανακινώ, ταλαντεύω, ταρακουνώ, δονώ (α. «καὶ σείσει τὸ κοντάριν του», Πρόδρ. β. «Θρηικίην σιόντα χαίτην», Ανακρ.) 2. παθ …   Dictionary of Greek

  • χθων — η / χθών, ονός, ΝΑ ως κύριο όν. η Χθων μυθ. προσωποποιημένη θεότητα τής γης, που ταυτίζεται με τη Γαία και την οποία θεωρούσαν μητέρα τών Τιτάνων, τών Σειρήνων, τών Γιγάντων και τού Τυφώνος αρχ. 1. η γη, το έδαφος, το χώμα (α. «χθονὶ γυῑα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»