-
1 λικνίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λικνίτης
-
2 λικνάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λικνάριον
-
3 λικνίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λικνίζω
-
4 λικνο-φόρος
λικνο-φόρος, den heiligen Korb λίκνον bes. bei bacchischen Festen u. Mysterien tragend, κιστοφόρος καὶ λικν., Dem. 18, 260; αἱ λικνοφόροι, Callim. Cer. 127.
-
5 λεικνάριον
λεικνάριον, [full] λεικνίζω, [full] λεῖκνον, ff.ll.for λικν-. [full] λείκρικα· σειραί, σχοινία, πλέγματα, Hsch. (Cf. λέκρικα.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεικνάριον
См. также в других словарях:
ANTISTHENES — Patre Atheniensi, matre vero Phrygiâ natus, Philosophus, posteaquam docuisset Rheroricam, audisletque Socratem, dixisse fertur discipluis, Abite et magistrum quaerite, ego enim iam reperi, statimque venditis, quae habebat, et publice distributis … Hofmann J. Lexicon universale
καλαμίτης — Μυθολογικό πρόσωπο. Λατρευόταν ως ήρωας στην αρχαία Αττική. Φαίνεται ότι ανήκε στον κύκλο της θεάς Δήμητρας και η λατρεία του συνδεόταν με την καλλιέργεια των δημητριακών. * * * ο (Α καλαμίτης) νεοελλ. 1. (παλαιοβοτ.) γένος φυτών που έχουν… … Dictionary of Greek