Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σβήνω

См. также в других словарях:

  • σβήνω — σβήνω, έσβησα βλ. πίν. 1 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σβήνω — έσβησα, σβήστηκα, σβησμένος 1. μτβ., κάνω κάτι να σταματήσει να καίγεται ή να φωτίζει: Σβήνω την πυρκαγιά. – Σβήνω το φως. 2. διαγράφω, εξαλείφω: Έσβησαν το όνομά του από τον κατάλογο των υποψηφίων. – Σβήσε αυτή τη λέξη. 3. καταπραΰνω, καλμάρω:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σβήνω — και σβένω και σβω και εσφ. τ. σβύνω Ν 1. κάνω κάτι να παύσει να καίει ή να φωτίζει 2. καταπαύω, καταπραΰνω (α. «έσβησε το πάθος του για ζωή» β. «έσβησε την δίψα του με κρασί») 3. εξαλείφω κάτι που έχει γραφεί, διαγράφω («έσβησε τα ονόματά μας από …   Dictionary of Greek

  • αλαργοσβήνω — σβήνω μακριά («αλαργόσβηνε το αστέρι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάργα + σβήνω] …   Dictionary of Greek

  • γλυκοσβήνω — σβήνω απαλά …   Dictionary of Greek

  • σβέννυμι — και σβεννύω ΜΑ σβήνω (α. «ἐγώ σε ἐνταῡθα τῷ ἐσβεσμένῳ πυρὶ κατακαύσω», Αγαθ. Ιστ. β. «ἀμελήσαντες σβεννύναι τὸ καιόμενον», Ηρόδ.) αρχ. 1. (σχετικά με υγρό ή ρευστό) κάνω κάτι να ξεραθεί, να πήξει («ἡ Μηδικὴ πόα σβέννυσι τὸ γάλα», Αριστοτ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • περισβέννυμι — Α 1. σβήνω κάτι γύρω γύρω, σβήνω ολόγυρα 2. μέσ. περισβέννυμαι μτφ. καταπαύω, καταπραΰνω («περισβέννυσθαι δὲ αὐτοῑς τὰς ὁρμάς», Ιώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σβέννυμι «σβήνω»] …   Dictionary of Greek

  • απαλείφω — (Α ἀπαλείφω) 1. εξαλείφω, σβήνω, διαγράφω 2. καταργώ, ακυρώνω κάτι αρχ. 1. σβήνω, διαγράφω κάτι από επίσημο κατάλογο 2. απαλλάσσω 3. αφαιρώ κρυφά, σφετερίζομαι μέρος από τις καταθέσεις …   Dictionary of Greek

  • αποσβήνω — (AM ἀποσβεννύω, Α κ. σβέννυμι) 1. εξαφανίζομαι 2. σβήνω εντελώς νεοελλ. (για χρέη) εξοφλώ αρχ. Ι. 1. (για φωτιά) σβήνω τελείως 2. εξαλείφω II. ( υμαι) 1. εκλείπω, στειρεύω, σταματώ 2. εξασθενώ, εξαντλούμαι 3. αφανίζομαι, χάνομαι, πεθαίνω …   Dictionary of Greek

  • εξαλείφω — (AM ἐξαλείφω) [αλείφω] 1. αφαιρώ κάτι (κηλίδα, σήμα κ.λπ.) από μια επιφάνεια με τρίψιμο, σβήνω («εξάλειψε τις κηλίδες με μπογιά») 2. (για πράξη, κατάσταση, συναίσθημα) σβήνω, βγάζω από τον νου, τη σκέψη μου («πάσας τὰς ἐλπίδας ἐξαλείψαντες,… …   Dictionary of Greek

  • επισβέννυμι — ἐπισβέννυμι και ἐπισβεννύω (Α) 1. σβήνω, σβήνω τελείως 2. παθ. ἐπισβέννυμαι σβήνομαι πάνω σε κάτι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»