Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σβήνω

  • 121 fade

    [feid]
    (to (make something) lose strength, colour, loudness etc: The noise gradually faded (away).) εξασθενώ,ξεθωριάζω,σβήνω,μαραίνομαι

    English-Greek dictionary > fade

  • 122 fizzle out

    (to fail, to come to nothing: The fire fizzled out.) σβήνω

    English-Greek dictionary > fizzle out

  • 123 go out

    1) (to become extinguished: The light has gone out.) σβήνω
    2) (to go to parties, concerts, meetings etc: We don't go out as much as we did when we were younger.) βγαίνω
    3) (to be frequently in the company of (a person, usually of the opposite sex): I've been going out with her for months.) βγαίνω, έχω δεσμό (με)

    English-Greek dictionary > go out

  • 124 obliterate

    [ə'blitəreit]
    1) (to cover, to prevent from being visible: The sand-storm obliterated his footprints.) εξαλείφω,σβήνω
    2) (to destroy completely: The town was obliterated by the bombs.) εξολοθρεύω,ισοπεδώνω

    English-Greek dictionary > obliterate

  • 125 put off

    1) (to switch off (a light etc): Please put the light off!) σβήνω
    2) (to delay; to postpone: He put off leaving / his departure till Thursday.) αναβάλλω
    3) (to cancel an arranged meeting etc with (a person): I had to put the Browns off because I had 'flu.) ακυρώνω
    4) (to cause (a person) to feel disgust or dislike (for): The cheese looked nice but the smell put me off; The conversation about illness put me off my dinner.) απωθώ,κόβω τη όρεξη

    English-Greek dictionary > put off

  • 126 put out

    1) (to extend (a hand etc): He put out his hand to steady her.) απλώνω
    2) ((of plants etc) to produce (shoots, leaves etc).) βγάζω,πετώ
    3) (to extinguish (a fire, light etc): The fire brigade soon put out the fire.) σβήνω
    4) (to issue, give out: They put out a distress call.) στέλνω
    5) (to cause bother or trouble to: Don't put yourself out for my sake!) ξεβολεύω,αναστατώνω
    6) (to annoy: I was put out by his decision.) δυσαρεστώ

    English-Greek dictionary > put out

  • 127 rub out

    (to remove (a mark, writing etc) with a rubber; to erase.) σβήνω

    English-Greek dictionary > rub out

  • 128 smother

    1) (to kill or die from lack of air, caused especially by a thick covering over the mouth and nose; to suffocate: He smothered his victim by holding a pillow over her face.) πνίγω
    2) (to prevent (a fire) from burning by covering it thickly: He threw sand on the fire to smother it.) πνίγω,σβήνω
    3) (to cover (too) thickly; to overwhelm: When he got home his children smothered him with kisses.) πνίγω

    English-Greek dictionary > smother

См. также в других словарях:

  • σβήνω — σβήνω, έσβησα βλ. πίν. 1 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σβήνω — έσβησα, σβήστηκα, σβησμένος 1. μτβ., κάνω κάτι να σταματήσει να καίγεται ή να φωτίζει: Σβήνω την πυρκαγιά. – Σβήνω το φως. 2. διαγράφω, εξαλείφω: Έσβησαν το όνομά του από τον κατάλογο των υποψηφίων. – Σβήσε αυτή τη λέξη. 3. καταπραΰνω, καλμάρω:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σβήνω — και σβένω και σβω και εσφ. τ. σβύνω Ν 1. κάνω κάτι να παύσει να καίει ή να φωτίζει 2. καταπαύω, καταπραΰνω (α. «έσβησε το πάθος του για ζωή» β. «έσβησε την δίψα του με κρασί») 3. εξαλείφω κάτι που έχει γραφεί, διαγράφω («έσβησε τα ονόματά μας από …   Dictionary of Greek

  • αλαργοσβήνω — σβήνω μακριά («αλαργόσβηνε το αστέρι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάργα + σβήνω] …   Dictionary of Greek

  • γλυκοσβήνω — σβήνω απαλά …   Dictionary of Greek

  • σβέννυμι — και σβεννύω ΜΑ σβήνω (α. «ἐγώ σε ἐνταῡθα τῷ ἐσβεσμένῳ πυρὶ κατακαύσω», Αγαθ. Ιστ. β. «ἀμελήσαντες σβεννύναι τὸ καιόμενον», Ηρόδ.) αρχ. 1. (σχετικά με υγρό ή ρευστό) κάνω κάτι να ξεραθεί, να πήξει («ἡ Μηδικὴ πόα σβέννυσι τὸ γάλα», Αριστοτ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • περισβέννυμι — Α 1. σβήνω κάτι γύρω γύρω, σβήνω ολόγυρα 2. μέσ. περισβέννυμαι μτφ. καταπαύω, καταπραΰνω («περισβέννυσθαι δὲ αὐτοῑς τὰς ὁρμάς», Ιώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σβέννυμι «σβήνω»] …   Dictionary of Greek

  • απαλείφω — (Α ἀπαλείφω) 1. εξαλείφω, σβήνω, διαγράφω 2. καταργώ, ακυρώνω κάτι αρχ. 1. σβήνω, διαγράφω κάτι από επίσημο κατάλογο 2. απαλλάσσω 3. αφαιρώ κρυφά, σφετερίζομαι μέρος από τις καταθέσεις …   Dictionary of Greek

  • αποσβήνω — (AM ἀποσβεννύω, Α κ. σβέννυμι) 1. εξαφανίζομαι 2. σβήνω εντελώς νεοελλ. (για χρέη) εξοφλώ αρχ. Ι. 1. (για φωτιά) σβήνω τελείως 2. εξαλείφω II. ( υμαι) 1. εκλείπω, στειρεύω, σταματώ 2. εξασθενώ, εξαντλούμαι 3. αφανίζομαι, χάνομαι, πεθαίνω …   Dictionary of Greek

  • εξαλείφω — (AM ἐξαλείφω) [αλείφω] 1. αφαιρώ κάτι (κηλίδα, σήμα κ.λπ.) από μια επιφάνεια με τρίψιμο, σβήνω («εξάλειψε τις κηλίδες με μπογιά») 2. (για πράξη, κατάσταση, συναίσθημα) σβήνω, βγάζω από τον νου, τη σκέψη μου («πάσας τὰς ἐλπίδας ἐξαλείψαντες,… …   Dictionary of Greek

  • επισβέννυμι — ἐπισβέννυμι και ἐπισβεννύω (Α) 1. σβήνω, σβήνω τελείως 2. παθ. ἐπισβέννυμαι σβήνομαι πάνω σε κάτι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»