-
1 σβήνω
(αόρ. έσβησα, παθ. αόρ. (ε)σβήστηκα) 1. μετ.1) тушить, гасить (огонь); 2) приглушать; заглушать, глушить (звук; 'мотор); 3) перен. утолять (жажду); успокаивать, смягчать (боль, горе); 4) стирать; вычёркивать; 5) перен. изглаживать;σβήνω απ' το μυαλό — изгладить из памяти;
6) гасить (известь);2. αμετ. 1) затухать (об огне); гаснуть (тж. перен.); 2) затихать (о звуках); глохнуть (о моторе); 3) быть утолённым (о жажде); успокаиваться, смягчаться (о боли, горе); 4) стираться; быть вычеркнутым; 5) изглаживаться (из памяти); 6) угасать, погибать, гибнуть; 7) падать в обморок -
2 σβήνω
[звино] ρ выключатьΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σβήνω
-
3 σβήνω
[звино] ρ выключать. -
4 πυρκαγιά
-
5 σβεννύω
-
6 σβύνω
см. σβήνω -
7 σβώ
-
8 φως
(γεν. φωτός, πλ. φωτά) τό1) свет, освещение, огонь;φυσικό (διάχυτο) φως — естественный (рассеянный) свет;
τεχνητό φως — искусственное освещение;
ηλεκτρικό φως — электрический свет, электрическое освещение;
η δέσμη (ακτίνων) φωτός физ. световой поток; пучок лучей;ανάβω (σβήνω) το φως — зажигать (гасить) свет;
στο δωμάτιο έχει φως — в комнате светло;
στο т της σελήνης при свете луны;με το φως της λάμπας — при свете лампы;
κοιτάζω κάτι στο φως — рассматривать что-л, на свет;
2) (πλ. φώτα) огни;συνθηματικά (или διακριτικά) φώτα сигнальные огни; τα φώτα της πόλης огни города; 3) зрение;χάνω το φως μου — терять зрение;
4) свет, сийние;5) πλ. знания; мудрость; просвещение, духовная культура; η Μόσχα είναι η πόλη των φώτων Москва — город высокой духовной культуры; επικαλού- μαι τα φώτα σας я обращаюсь к вашим знаниям, к вашему опыту; 6) перен. светик (обращение);φως μου! — светик мой!;
7) жив. освещение;§ φως φανάρι — или φως φανερό — яснее ясного, явно, очевидно; — шито белыми нитками;
βλέπω το φως της ημέρας — жить на свете, существовать;
βλέπω το φως της δημοσιότητας — увидеть свет, быть опубликованным;
φέρω εις φως ( — или φέρνω σε φως) — выставлять наружу, обнаруживать; — разоблачать;
έρχομαι εις φως уст. — выйти на свет, наружу, обнаружиться;
(ορκίζομαι) στο φως μου! — чтоб мне ослепнуть!;
χύνω φως πάνω σε κάτι — проливать свет на что-л.;
του άλλαξε τα φωτά он ему так врезал, что у него искры из глаз посыпались
См. также в других словарях:
σβήνω — σβήνω, έσβησα βλ. πίν. 1 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σβήνω — έσβησα, σβήστηκα, σβησμένος 1. μτβ., κάνω κάτι να σταματήσει να καίγεται ή να φωτίζει: Σβήνω την πυρκαγιά. – Σβήνω το φως. 2. διαγράφω, εξαλείφω: Έσβησαν το όνομά του από τον κατάλογο των υποψηφίων. – Σβήσε αυτή τη λέξη. 3. καταπραΰνω, καλμάρω:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σβήνω — και σβένω και σβω και εσφ. τ. σβύνω Ν 1. κάνω κάτι να παύσει να καίει ή να φωτίζει 2. καταπαύω, καταπραΰνω (α. «έσβησε το πάθος του για ζωή» β. «έσβησε την δίψα του με κρασί») 3. εξαλείφω κάτι που έχει γραφεί, διαγράφω («έσβησε τα ονόματά μας από … Dictionary of Greek
αλαργοσβήνω — σβήνω μακριά («αλαργόσβηνε το αστέρι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάργα + σβήνω] … Dictionary of Greek
γλυκοσβήνω — σβήνω απαλά … Dictionary of Greek
σβέννυμι — και σβεννύω ΜΑ σβήνω (α. «ἐγώ σε ἐνταῡθα τῷ ἐσβεσμένῳ πυρὶ κατακαύσω», Αγαθ. Ιστ. β. «ἀμελήσαντες σβεννύναι τὸ καιόμενον», Ηρόδ.) αρχ. 1. (σχετικά με υγρό ή ρευστό) κάνω κάτι να ξεραθεί, να πήξει («ἡ Μηδικὴ πόα σβέννυσι τὸ γάλα», Αριστοτ.) 2.… … Dictionary of Greek
περισβέννυμι — Α 1. σβήνω κάτι γύρω γύρω, σβήνω ολόγυρα 2. μέσ. περισβέννυμαι μτφ. καταπαύω, καταπραΰνω («περισβέννυσθαι δὲ αὐτοῑς τὰς ὁρμάς», Ιώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σβέννυμι «σβήνω»] … Dictionary of Greek
απαλείφω — (Α ἀπαλείφω) 1. εξαλείφω, σβήνω, διαγράφω 2. καταργώ, ακυρώνω κάτι αρχ. 1. σβήνω, διαγράφω κάτι από επίσημο κατάλογο 2. απαλλάσσω 3. αφαιρώ κρυφά, σφετερίζομαι μέρος από τις καταθέσεις … Dictionary of Greek
αποσβήνω — (AM ἀποσβεννύω, Α κ. σβέννυμι) 1. εξαφανίζομαι 2. σβήνω εντελώς νεοελλ. (για χρέη) εξοφλώ αρχ. Ι. 1. (για φωτιά) σβήνω τελείως 2. εξαλείφω II. ( υμαι) 1. εκλείπω, στειρεύω, σταματώ 2. εξασθενώ, εξαντλούμαι 3. αφανίζομαι, χάνομαι, πεθαίνω … Dictionary of Greek
εξαλείφω — (AM ἐξαλείφω) [αλείφω] 1. αφαιρώ κάτι (κηλίδα, σήμα κ.λπ.) από μια επιφάνεια με τρίψιμο, σβήνω («εξάλειψε τις κηλίδες με μπογιά») 2. (για πράξη, κατάσταση, συναίσθημα) σβήνω, βγάζω από τον νου, τη σκέψη μου («πάσας τὰς ἐλπίδας ἐξαλείψαντες,… … Dictionary of Greek
επισβέννυμι — ἐπισβέννυμι και ἐπισβεννύω (Α) 1. σβήνω, σβήνω τελείως 2. παθ. ἐπισβέννυμαι σβήνομαι πάνω σε κάτι … Dictionary of Greek