-
81 свет
I.(лучистая энергия, освещение, источник освещения и т.п) το φωςдневной - της ημέρας, φυσικό -II.(земной шар, Мир) η Γη, ο κόσμος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > свет
-
82 стирать
1. (напр. запись) σβήνω 2. (мыть) πλύνω, πλένω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стирать
-
83 тухнуть
I.(портиться, загнивать) σαπίζω, χαλνώ/χαλώ.II.(гаснуть) σβήνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тухнуть
-
84 тушить
I. 1. (гасить) σβήνω 2. (ослаблять, устранять что-л.) εξασθενίζω, μειώνω. II.(напр. овощи, мясо) μαγειρεύω σε αργή φωτιά, σιγοβράζω, (напр. лук) γιαχνίζω (κρυμμύδια), τσιγαρίζω, σοτάρω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тушить
-
85 угасить
(потушить, погасить) σβήνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > угасить
-
86 гаснуть
гаснутьнесов σβήνω (άμετ.)/ перен ἐξαντλούμαι. -
87 глохнуть
глохнутьнесов1. κουφαίνομαι, γίνομαι κουφός, ξεκουφαίνομαι·2. (затихать \глохнуть о звуках) σβήνω, χάνομαι·3. (дичать \глохнуть о саде, парке) μένω ἀκαλλιέργητος. -
88 жажда
жажд||аж прям., перен ἡ δίψα:\жажда деятельности ἡ δίψα γιά δράση· \жажда знаний ἡ δίψα τής μάθησης· томиться \жаждаой καίγομαι ἀπ'τή δίψα· утолить \жаждау σβήνω τή δίψα, ξεδιψάζω· \жажда власти ἡ δίψα γιά ἐξουσία. -
89 заглушать
заглушатьнесов, заглушить сов1. (о звуке) πνίγω, σκεπάζω, σβήνω·2. (о боли) μετριάζω, ἐλαφρώνω, καταπραύνω·3. (о сорняках) πνίγω·4. перен (подавлять) καταστέλλω, καταπνίγω. -
90 замирать
замира||тьнесов κοκκαλώνω / σταματώ, σβήνω (о звуках, движении и т. п.):\замирать от страха κοκκαλώνω ἀπ' τό φόβο· се́рдце \замиратьет πιάνεται ἡ ψυχή μου· слова \замиратьют τά λόγια του ἔμειναν μισά, τά λόγια του ἐσβησαν στά χείλη του. -
91 затушить
затушитьсов1. σβήνω·2. перен καταστέλλω, καταπνίγω. -
92 зачеркивать
зачеркиватьнесов-, зачеркнуть сов διαγράφω, σβήνω. -
93 иссякать
иссякатьнесов, иссякнуть сов στερεύω, ξεραίνομαι, ἐξαντλούμαι / перен σβήνω. -
94 огонь
огоньм1. (пламя) ἡ φωτιά, τό πῦρ, ἡ φλόγα·2. (освещение, свет) τό φως:работать при огне ἐργάζομαι μέ φως· зажигать \огонь ἀνάβω φῶς· гасить \огонь σβήνω τό φως·3. мн. огни́ (светящиеся точки) τά φώτα:сигнальные огии́ τά συνθηματικά (или διακριτικά) φῶτα·4. воен. τό πῦρ, τά πυρά:артиллерийский \огонь τό πῦρ τοῦ πυροβολικοῦ, τό κανονίδι· пулеметный \огонь τά πυρά πολυβόλων, ὁ πολυβολισμός· ружейный \огонь τό τουφεκίδι· заградительный \огонь τό μπαράζ, ὁ φραγμός πυρός· перекрестный \огонь τά διασταυρούμενα πυρά· прицельный \огонь ἡ σκοπευτική βολή· под огнем ὑπό τά πυρά· открывать \огонь ἀνοίγω πυρά· прекращать \огонь παύω τό πῦρ·5. перен ἡ φλόγα, ἡ φωτιά:его глаза горят огнем τά μάτια του βγάζουν φλόγες· ◊ огнем и мечом διάπυρος καί σιδήρου· между двух огней μεταξύ δύο πυρών нет дыма без огия погов. δέν ὑπάρχει καπνός χωρίς φωτιά· из огня да в полымя погов. ἀπό τό κακό στό χειρότερο· пройти́ \огонь и воду (и медные тру́бы) разг διέρχομαι διά πυρός καί σιδήρου· подлить масла в \огонь разг ρίχνω λάδι στή φωτιά· играть с огнем παίζω μέ τή φωτιά· днем с огнем не найдешь εἶναι ἀδύνατο νά βρῶ κάτι· пойти́ за кого-л. в \огонь и воду ρίχνομαι στή φωτιά γιά κάποιον. -
95 погашать
погаш||атьнесов (долг и т. п.) ἀπο-σβήνω, ἀποσβεννύω, ἐξοφλώ, ξεπληρώνω:\погашать заем ἀποσβήνω τό δάνειο. -
96 пожар
пожарм ἡ πυρκαΐά, ἡ πυρκαγιά, ἡ φωτιά:потушить \пожар σβήνω τή[ν] φωτιά. -
97 приглушать
приглушатьнесов, приглушить сов σβήνω, πνίγω. -
98 пропадать
пропада́||тьнесов в разн. знач. χάνομαι, γίνομαι ἄφαντος / ἐξαφανίζομαι (исчезать)! σβήνω (о чувствах и т. п.):у меня \пропадатьет охо́та говорить с ви́ми χάνω κάθε διάθεση νά μιλώ μαζί σας· где ты \пропадатьешь? ποῦ χάθηκες;· все мой труды \пропадатьют даром ὅλοι οἱ κόποι μου πάνε χαμένοι. -
99 разгладить
разгладитьсов, разглаживать несов1. (утюгом) σιδερώνω/ ἰσιάζω (μετ.) (швы, складки)·2. (морщины) ἐξαλείφω, σβήνω (μετ.). -
100 разгладиться
разгладить||ся(о морщинах) ἐξαλείφομαι, σβήνω (άμετ.).
См. также в других словарях:
σβήνω — σβήνω, έσβησα βλ. πίν. 1 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σβήνω — έσβησα, σβήστηκα, σβησμένος 1. μτβ., κάνω κάτι να σταματήσει να καίγεται ή να φωτίζει: Σβήνω την πυρκαγιά. – Σβήνω το φως. 2. διαγράφω, εξαλείφω: Έσβησαν το όνομά του από τον κατάλογο των υποψηφίων. – Σβήσε αυτή τη λέξη. 3. καταπραΰνω, καλμάρω:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σβήνω — και σβένω και σβω και εσφ. τ. σβύνω Ν 1. κάνω κάτι να παύσει να καίει ή να φωτίζει 2. καταπαύω, καταπραΰνω (α. «έσβησε το πάθος του για ζωή» β. «έσβησε την δίψα του με κρασί») 3. εξαλείφω κάτι που έχει γραφεί, διαγράφω («έσβησε τα ονόματά μας από … Dictionary of Greek
αλαργοσβήνω — σβήνω μακριά («αλαργόσβηνε το αστέρι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάργα + σβήνω] … Dictionary of Greek
γλυκοσβήνω — σβήνω απαλά … Dictionary of Greek
σβέννυμι — και σβεννύω ΜΑ σβήνω (α. «ἐγώ σε ἐνταῡθα τῷ ἐσβεσμένῳ πυρὶ κατακαύσω», Αγαθ. Ιστ. β. «ἀμελήσαντες σβεννύναι τὸ καιόμενον», Ηρόδ.) αρχ. 1. (σχετικά με υγρό ή ρευστό) κάνω κάτι να ξεραθεί, να πήξει («ἡ Μηδικὴ πόα σβέννυσι τὸ γάλα», Αριστοτ.) 2.… … Dictionary of Greek
περισβέννυμι — Α 1. σβήνω κάτι γύρω γύρω, σβήνω ολόγυρα 2. μέσ. περισβέννυμαι μτφ. καταπαύω, καταπραΰνω («περισβέννυσθαι δὲ αὐτοῑς τὰς ὁρμάς», Ιώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σβέννυμι «σβήνω»] … Dictionary of Greek
απαλείφω — (Α ἀπαλείφω) 1. εξαλείφω, σβήνω, διαγράφω 2. καταργώ, ακυρώνω κάτι αρχ. 1. σβήνω, διαγράφω κάτι από επίσημο κατάλογο 2. απαλλάσσω 3. αφαιρώ κρυφά, σφετερίζομαι μέρος από τις καταθέσεις … Dictionary of Greek
αποσβήνω — (AM ἀποσβεννύω, Α κ. σβέννυμι) 1. εξαφανίζομαι 2. σβήνω εντελώς νεοελλ. (για χρέη) εξοφλώ αρχ. Ι. 1. (για φωτιά) σβήνω τελείως 2. εξαλείφω II. ( υμαι) 1. εκλείπω, στειρεύω, σταματώ 2. εξασθενώ, εξαντλούμαι 3. αφανίζομαι, χάνομαι, πεθαίνω … Dictionary of Greek
εξαλείφω — (AM ἐξαλείφω) [αλείφω] 1. αφαιρώ κάτι (κηλίδα, σήμα κ.λπ.) από μια επιφάνεια με τρίψιμο, σβήνω («εξάλειψε τις κηλίδες με μπογιά») 2. (για πράξη, κατάσταση, συναίσθημα) σβήνω, βγάζω από τον νου, τη σκέψη μου («πάσας τὰς ἐλπίδας ἐξαλείψαντες,… … Dictionary of Greek
επισβέννυμι — ἐπισβέννυμι και ἐπισβεννύω (Α) 1. σβήνω, σβήνω τελείως 2. παθ. ἐπισβέννυμαι σβήνομαι πάνω σε κάτι … Dictionary of Greek