-
1 σαυκρός
-
2 σαυκρός
σαυκρόςdry: masc nom sg -
3 σαυκρός
-
4 σαυκρόν
σαυκρόςdry: masc acc sgσαυκρόςdry: neut nom /voc /acc sg -
5 ζαυκίτροφος
A tenderly reared, Hsch. ( ζακκί- cod.). [full] ζᾰφεγγής, ές, very bright, Id. [full] ζᾰφελής, ές, violent, with Adv. - λῶς, Id.; cf. ἐπιζαφελῶς; πάνυ ἀφελής, Suid.:—also [full] ζάφελος, ον, Nic. Al. 556, EM408.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζαυκίτροφος
-
6 σαυκός
-
7 ψαυκρός
ψαυκρός, ά, όν, in neut. ψαυκρὸν γόνυ· κοῦφον, ἀπὸ τοῦ ἄκρως ψαύειν, Hsch.; also [full] ψαυκρός· καλλωπιστής, ταχύς, ἐλαφρός, ἀραιός, Id.: cf. σαυκρός.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψαυκρός
-
8 σαυκρόν
Grammatical information: adj.Meaning: ἁβρόν, ἐλαφρόν, ἄκρον; σαυκρόποδες ἁβρόποδες H. On the suffix combination - κρ- Chantraine Form. 225 w. n. 1, Schwyzer 496.Derivatives: Besides in H. also σαυχμόν σαχνόν, χαῦνον, σαθρόν, ἀσθενές (: Skt. sūkṣma- `fine, slender, thin, small' ?; cf. αὑχμός); with ψ-: ψαυκρός καλλωπιστής, ταχύς, ἐλαφρός, ἀραιός; ψαυκρὸν γόνυ κοῦφον, ψαυκρόποδα κουφόποδα; by H. folketymolog. connected with ἄκρος and ψαύειν.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Popular-expressive words without convincing connection; cf. σαῦλος, σαυνίον and σαύρα w. lit. -- The combination of σαυκρός and ψαυκρός (and σαυχμός, s.v. σαυκόν) shows that the word is Pre-Greek.Page in Frisk: 2,682Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σαυκρόν
-
9 σαύρα
Grammatical information: f.Meaning: `lizard' (A. Fr. 92 M., Hdt., Arist., Theoc. etc.), also = σαλαμάνδρα (Thphr.), metaph. as plantname = κάρδαμον (Nic.), `membrum virile of a boy' (AP), `plaited case made of palm bark, used in setting dislocated fingers' (medic.). Also σαῦρος m. `id.' (Hdt. [v. l.], Hp., Epich., Arist., Nic.); metaph. as fishname = τράχουρος (Alex., Arist., Gal.; a. o. after the colour, cf. Strömberg 121).Other forms: Ion. - ρη.Derivatives: 1. the plantnames σαυρ-ίδιον n. (Hp., Gal.), - ίγγη f. (H.; cf. e.g. φυσίγγη = φῦσιγξ: φῦσα), - ῖτις f. (Ps.-Dsc.); cf. Strömberg 130. 2. the fishname - ίς f. (Suid.). 3. - ῖται εἶδός τι ὄφεων H. 4. - ίγγη also = τὸ ζῶον ἡ σαύρα H., saurītis also `precious stone, that would have been found inside a lizard' (Plin.). 5. - ήτης m. `keeper of crocodiles' (pap.). 6. σαυρωτή ποικίλη, - ωτοῖς δόρασι τοῖς σαυρωτῆρας ἔχουσι κατὰ τῆς ἐπιδορατίδος H. 7. σαυρωτήρ, - ῆρος m. (Κ 153, Hdt. 7, 41, Plb. a. o.) approx. `lance shoe, bottom end of a lance, that could be stuck into the ground'; cf. instrument names as τροπωτήρ, σφυρωτήρ, to this σαυρωτός (ab. 6.) and σαύρα = `case' (s. ab.); in the same meaning also σαῦρος in σαυρο-βριθες ἔγχος ( Trag. Adesp. 264); the lance-shaft was prob. compared with the long tail of a lizard (cf. οὑρίαχος). 8. PN Σαυρίας, Σαύρων a. o. (IA. etc.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Like many other words for `lizard' without etymology. With σαύρα, σαῦρος and derivv. is usually connected a series of other words with σαυ-: σαῦλος, σαυ-νός, σαυνίον, also σαυκρός, and further compared with σωλήν and σῦριγξ; s. esp. Solmsen Wortforsch. 129ff. (with extensive treatment), where however only σαυροβριθές, σαυρω-τήρ and σαύρα `membrum virile' (as well as σαυνίον `javelin') are considered as belonging to σωλήν and σῦριγξ and so separated from σαύρα, σαῦρος `lizard'; the last are with σαῦλος, σαυνός, σαυκρόν, σαυχμόν made into a separate group (agreeing Fraenkel IF 32, 112). The relation between these words is as dark as the connections outside Greek are doubtful; s. on it Bq and WP. 1, 752; cf. also Mayrhofer s. tūṇaḥ. -- I see no reason to connect the adj. with σαυ- ( σαυνός is not given by LSJ). As the word is appar. not IE, it will be a local, i.e. Pre-Greek word. (Not in Furnée.) (The word disnosaur was in 1841 created from δεινός `terrible' by the English peleontologist R.Owen.)Page in Frisk: 2,683-684Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σαύρα
См. также в других словарях:
σαυκρός — dry masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαυκρός — ά, όν, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἁβρός». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σαυκρός (πρβλ. θαλυ κρός), όπως και ο τ. «σαυχμόν σαχνόν, χαῦνον, σαθρόν, ἀσθενές» με διαφορετικό επίθημα (πρβλ. αὐχμός) και διαφορετική σημασία (πρβλ. αρχ. ινδ. sūksma «αδύνατος, λεπτός») είναι… … Dictionary of Greek
σαυκρόν — σαυκρός dry masc acc sg σαυκρός dry neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαυκρόπους — ὁ, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἁβρόπους». [ΕΤΥΜΟΛ. < σαυκρός «αβρός» + πούς] … Dictionary of Greek
σαυχμόν — Α (κατά τον Ησύχ.) «σαχνόν, χαῡνον, σαθρόν, ἀσθενές». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. σαυκρός] … Dictionary of Greek
σαχνός — και σακνός, ή, όν, ΜΑ 1. τρυφερός («σαχνὰ κρέα», Γαλ.) 2. ασθενής, αδύνατος, ισχνός («καὶ παλαμύδες ποταπές, σαχνὲς καὶ βρωμισμένες», Πρόδρ). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. σαχνός και σακνός (πρβλ. σαυκρόν: σαυχμόν) έχουν συνδεθεί με τον ενεστ. σώχω, ιων. τ. τού … Dictionary of Greek
σαύλος — αύλη, ον, Α 1. (για τρόπο βαδίσματος και συμπεριφοράς) επιτηδευμένος, θηλυπρεπής, προκλητικός, ο τρόπος με τον οποίο βάδιζαν οι εταίρες και οι βακχεύουσες 2. (για ίππο) αυτός που βαδίζει καμαρωτά («σαῡλος βαίνειν, ἵππος ὡς κορωνίδης», Σιμων.) 3.… … Dictionary of Greek
σαύρα — Γένος σαυροειδών της οικογένειας των Σαυριδών, της τάξης των φολιδωτών. Ανάλογα με τα είδη οι σ. έχουν συνολικό μήκος από 12 ως 60 περίπου εκ.· το σώμα τους καλύπτεται στη ράχη από κεραμιδοειδείς φολίδες ή κόκκους, ενώ στο κεφάλι και στην κοιλιά… … Dictionary of Greek
ψαυκρός — ά, όν, Α (κατά τον Ησύχ.) 1. (το αρσ.) «καλλωπιστής, ταχύς, ἐλαφρός, ἀραιός» 2. (το ουδ. σε συνεκφορά με τη λ. γόνυ) «κοῡφον, ἀπὸ τοῡ ἄκρως ψαύειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σαυκρός] … Dictionary of Greek