-
1 τορπιλ(λ)ητής
ο торпедист, торпедник -
2 τορπιλ(λ)ητής
ο торпедист, торпедник -
3 докладчик
-а α., -ца, -ы θ. εισηγητής, -ήτρια, ομιλ|ητής, αγορητής. -
4 упрощенец
-нца α. απλουστευτής, απλοποι-ητής. -
5 αἰσθητής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰσθητής
-
6 αἰσυμνήτης
A judge, umpire at games, Od.8.258.2 overseer, bailiff, Theoc.25.48.II ruler chosen by the people, elective monarch, Arist.Pol. 1285a31, 1295a14, Arg.S.OT; compared with the Roman dictator, D.H.5.73.2 title of magistrates in Greek cities, IG7.15 ([place name] Megara), GDI 3045 ([place name] Chalcedon).3 epith. of Dionysus in Achaia, Paus.7.21.6 :— fem. [full] αἰσυμνῆτις, ιδος, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰσυμνήτης
-
7 αἰτητής
A one that asks, petitioner, POxy. 788 (i B. C.), D.C.Fr.66.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰτητής
-
8 αἰχμητής
A spearman, warrior, esp. opp. to archers, Il.2.543, Od.2.19, al., Archil. 119, cj.in Alcm.68,etc.II In Pi.as Adj.,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰχμητής
-
9 Αἴγινα
A an Aeginetan, ib., etc. -
10 αὐλητής
A flute-player, Thgn. 941, Hdt.1.141, 6.60, 129, Ar.V. 581, And.1.12, Pl.Prt. 327b, OGI51.62 (iii B. C.); [dialect] Boeot. [full] αὐλειτάς IG7.3195 (Orchom. [dialect] Boeot.).II kind of wasp, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐλητής
-
11 αὐλήτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐλήτης
-
12 αὐξητής
A increaser, Orph.H.11.11,15.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐξητής
-
13 αὐχητής
A boaster, blamed by Poll. 9.146.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐχητής
-
14 βοητής
-
15 βομβητής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βομβητής
-
16 βουκολητής
A deceiver, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βουκολητής
-
17 βρυχητής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βρυχητής
-
18 βρωμητής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βρωμητής
-
19 βυκανητής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βυκανητής
-
20 γενειάτης
A bearded, Theoc. 17.33, Luc.Bis Acc.28, Jul.Or.4.131a, Call.Dian.90:—fem. [suff] γενει-ᾶτις,τρίγλα Sophr.31
; [dialect] Ion.γενειῆτις τρίγλη Eratosth.12
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γενειάτης
См. также в других словарях:
τορπιλ(λ)ητής — ο, Ν ναυτ. υπαξιωματικός ή ναύτης τού πολεμικού ναυτικού ο οποίος χειρίζεται τις τορπίλες κατά τη βολή τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τορπίλ(λ)η, μέσω ενός ρ. *τορπιλ(λ)ώ (πρβλ. πυροβολη τής). Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. τορπιλληταί, μαρτυρείται από το… … Dictionary of Greek
-της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για … Dictionary of Greek
πρυμνήτης — ο, ΝΑ νεοελλ. 1. ναυτ. ναύτης τού πολεμικού ναυτικού που έχει υπηρεσία στην πλευρά τής πρύμνης 2. ως επίθ. (για άνεμο) αυτός που πνέει από το μέρος τής πρύμνης, ο ούριος αρχ. 1. κυβερνήτης ή πηδαλιούχος, τού οποίου η θέση ήταν στην πρύμνη, ο… … Dictionary of Greek
Σπαρτιάτης — ο, ΝΜΑ, θηλ. Σπαρτιάτισσα, Ν, και Σπαρτιάτις, ιδος, ΜΑ, και ιων. τ. Σπαρτιήτης Α 1. ο κάτοικος τής Σπάρτης, αυτός που κατάγεται από τη Σπάρτη 2. (στην αρχαιότητα) ο πολίτης τής Λακεδαίμονος που είχε πλήρη πολιτικά δικαιώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σπάρτη … Dictionary of Greek
κελευθήτης — κελευθήτης, ὁ (Α) ο οδοιπόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέλευθος + κατάλ. ήτης (πρβλ. αυλ ήτης, σκην ήτης)] … Dictionary of Greek
κομήτης — Ιδιόμορφο αστρικό σώμα, νεφελώδους σύστασης και απροσδιόριστων διαστάσεων. Οι κ. εμφανίζονται στον ουρανό ως λαμπροί αστέρες, ακολουθούμενοι από μια πολύ μακριά φωτεινή προέκταση. Στους κ. διακρίνονται συνήθως τρία χαρακτηριστικά μέρη: ο πυρήνας … Dictionary of Greek
κρυβήτης — κρυβήτης, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) θαμμένος στη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυβ , άλλη μορφή τού θ. κρυπτ τού κρύπτω, αναλογικά προς το επίρρ. κρύβδην*, + κατάλ. ήτης (πρβλ. λιμν ήτης, σκαπαν ήτης)] … Dictionary of Greek
λιμνήτης — λιμνήτης, ὁ, θηλ. ῆτις, δωρ. τ. ᾱτις, ιδος, ἡ (Α) 1. αυτός που ζει στις λίμνες («λιμνᾱτις... βδέλλα», Θεόκρ.) 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Λιμνῆτις ή Λιμνᾱτις προσωνυμία τής Αρτέμιδος, ως προστάτριας τών αλιέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + κατάλ. ήτης… … Dictionary of Greek
οικιήτης — οἰκιήτης, ιων. τ. και αττ. τ. οἰκιάτης και θεσσ., λοκρ., αρκαδ. τ. Fοικιάτας, ὁ (Α) οικέτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκία + κατάλ. ήτης (πρβλ. κωμ ήτης, λιμν ήτης)] … Dictionary of Greek
κελαδήτις — κελαδῆτις, ἡ (Α) αυτή που ηχεί βαριά, ηχηρή («ἐμὰν γλῶσσαν εὑρέτω κελαδῆτιν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέλαδος + επίθημα ῆτις, ήτιδος, που απαντά σε θηλ. αντίστοιχων αρσ. σε ήτης (πρβλ. προφ ήτης)] … Dictionary of Greek
πεδήτης — ὁ, Α 1. δέσμιος, δεσμώτης 2. οικοδόμημα στη Σάμο όπου υπήρχαν δεσμά 3. στον πληθ. Πεδῆται τίτλος έργου τού κωμικού Καλλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδη «δεσμός» + επίθημα ήτης (πρβλ. σκην ήτης)] … Dictionary of Greek