-
1 σανίδας
σανίςboard: fem acc pl -
2 καταγράφω
A scratch, lacerate, Hdt.3.108 (v.l. καταγνάφω), Ael.VH10.3; ἰὸς δένδρεα κ. marks them, Nonn.D.21.329; κατέγραφεν ἠέρα ταρσῷ grazed it, ib.4.407, cf. Tryph.669:—[voice] Pass.,καταγεγράφθαι ταῖς ῥυτίσι EM239.31
.2 engrave, inscribe,εἰς τοὺς τοίχους στίχον Plb.5.9.4
:—[voice] Pass., νόμοι κατεγράφησαν (for [dialect] Att. ἀνεγρ-)εἰς ἄξονας Plu.Sol.25
.3 draw in outline, delineate, Paus.1.28.2.4 describe, Ptol.Geog.1.2.2, D.P. 707, Aret.CA1.5 ([voice] Pass.): in Geom., ἑξάγωνον κ. Simp.in Cael.653.7.2 register, record, ; (iii B.C.);κατεγράφησαν ἄνδρες οὓς ἔδει θνῄσκειν Plu. Cic.46
; esp. enroll,ναύτας Plb.1.49.2
;δυνάμεις D.S.11.1
;τινὰς εἰς φυλὰς καὶ φρατρίας D.H.2.35
:—[voice] Pass., τμηθέντων τῶν ὁρκίων.. καὶ καταγραφέντων,.. τοὺς ὁμήρους.. τοὺς.. καταγραφέντας, Plb.29.3.6;σύγκλητος ὑπὸ τῶν τιμητῶν καταγραφεῖσα D.S.20.36
; .b prescribe, ordain, c. acc. et inf., Luc.Am.19.4 convey, transfer by deed, Plu.2.482c;οἰκίαν εἴς τινα PPetr.2p.70
(iii B.C.), cf. BGU50.8 ([voice] Pass., ii A.D.), POxy. 1703 (iii A.D.), etc. (also in [voice] Med. of the purchaser, have conveyed to one, Annuario 4/5.469 (Halic.):—[voice] Pass., ὁ καταγραφείς the person to whom property is conveyed, POxy.472.19 (ii A. D.)): generally, assign,ἑαυτῷ λύτρα Ael.Fr.71
: c. inf., reckon that.., Id.NA7.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταγράφω
-
3 παραθετέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραθετέον
-
4 προσπασσαλεύω
A nail fast to,σε τῷδε.. πάγῳ A.Pr.20
; [ἐμβάδια] πρὸς τὸ μέτωπον ὥσπερ κοτίνῳ Ar.Pl. 943
; but in Hdt.9.120, σανίδα (or σανίδας) προσπασσαλεύσαντες (sc. αὐτῷ) (nisi leg. σανίδι):—[voice] Pass.,προσπεπατταλευμένον γράφουσι τὸν Προμηθέα πρὸς ταῖς πέτραις Men.535.1
; τὴν Ἀνδρομέδαν ἐπί τινος πέτρας.. προσπεπ. Luc.DMar.14.3: metaph., ἀχανής, προσπεπατταλευμένος, ἄφωνος fixed to the spot, Hegesipp.Com.1.25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσπασσαλεύω
-
5 σείω
Aσεῖον Od.3.486
; [dialect] Ion. σείασκον ([etym.] ἀνας-) h.Ap. 403 (v.l. ἀνασσείσασκε): [tense] fut. , ([etym.] δια-) Hdt.6.109, ([etym.] ἐπι-) E.Or. 613: [tense] aor. , Ar.Ach.12, etc.; [dialect] Ep.σεῖσα Il.15.321
: [tense] pf. σέσεικα ([etym.] κατα-) Philem.84, ([etym.] ἐν-) Luc.Merc.Cond.30:—[voice] Med., [tense] aor. ἐσεισάμην ([etym.] ἀπ-) Thgn.348, Hdt.7.88, Ar.Nu. 287, Pl.Grg. 484a; [dialect] Ep.σείσατο Il.8.199
,ἐσείσατο Call.Ap.1
, etc.:—[voice] Pass., [tense] aor.ἐσείσθην Hdt.6.98
, etc.: [tense] pf.σέσεισμαι Pi.P.8.94
, Ar.Nu. 1276:—shake, move to and fro, Hom. (esp. in Il.); σ. ἐγχείας, ἔγχεα, μελίην, shake the poised spear, Il.3.345, 13.135 ([voice] Pass.), 22.133, etc.;αἰγίδα 15.321
; σανίδας ς. shake the door, 9.583; of chariot horses,σεῖον ζυγὸν ἀμφὶς ἔχοντες Od.3.486
; σ. λόφον, of a warrior, Alc.22, A.Th. 385; ἡνίας χεροῖν ς. S.El. 713; (anap.); σ. χαίτην, etc., Anacr.49, E.Cyc.75 (lyr.), Med. 1191;εὔπτερον δέμας Id. Ion 1204
; κάρα ς., as sign of discontent, S.Ant. 291; but of one dancing, E.Ba. 185; ἄκρᾳ τῇ οὐρᾷ ς. X.Cyn. 3.4.2 of earthquakes, which were attributed to Poseidon (cf. Pl.Cra. 403a),ὅστις νομίζει Ποσειδέωνα τὴν γῆν σείειν Hdt.7.129
; withoutτὴν γῆν, αὐτοῖς ὁ Ποσειδῶν σείσας ἐμβάλοι οἰκίας Ar.Ach. 511
, cf. Lys. 1142; βρονταῖς χθόνα ς. Id.Av. 1752;ἔσεισεν ὁ θεός X.HG4.7.4
: also impers., ἔσεισεν there was an earthquake, Th.4.52.3 metaph., agitate, disturb,πόλιν Pi.P.4.272
;τὰ πόλεος.. θεοὶ πολλῷ σάλῳ σείσαντες ὤρθωσαν πάλιν S.Ant. 163
; σ. τὴν καρδίαν turn the stomach, Ar.Ach.12; σ. τὴν κεφαλήν cause a concussion of.., Hp. Prorrh.1.143, v. infr. 11.2:—[voice] Pass.,ἐσείσθη τὴν καρδίαν Philostr.VS2.1.11
.4 in [dialect] Att., accuse falsely or spitefully, so as to extort hushmoney, blackmail,σ. καὶ ταράττων Ar.Eq. 840
, cf. Telecl.2; ; ἑτέρους τῶν ὑπευθύνων ἔσειεκαὶ ἐσυκοφάντει Antipho 6.43
, cf. BGU428.9 (ii A.D.); so perh.σείειν κατ' ἀγοράν Alciphr.3.70
(s. v.l.):—[voice] Pass., to be extorted, POxy. 1252r.37 (iii A.D.).II [voice] Pass., shake, heave, quake, of the earth,ἐσσείοντο πόδες Ἴδης Il.20.59
;Δῆλος.. πρῶτα καὶ ὕστατα.. σεισθεῖσα Hdt.6.98
: metaph., to be shaken to its foundation,τὸ τερπνὸν πιτνεῖ.. σεσεισμένον Pi.P.8.94
;οἷς.. ἂν σεισθῇ θεόθεν δόμος S.Ant. 584
(lyr.).2 generally, move to and fro, Il.14.285;φαεινὴ σείετο πήληξ 13.805
;κόμαι σείονται Ar.Lys. 1312
; ὄρχος σειόμενος φύλλοισι an orchard waving with foliage, Hes.Sc.[299]; ὀδόντων οἱ πλεῦνες ἐσείοντο his teeth were loose, Hdt.6.107;σεισθῆναι σάλῳ E.IT46
;τὸν ἐγκέφαλον σεσεῖσθαι Ar.Nu. 1276
;ὁκόσων ἂν σεισθῇ ὁ ἐγκέφαλος Hp.Aph.7.58
;σείεσθαι τὴν ὄψιν Thphr.Vert.8
.III [voice] Med., shake something of one's own, from oneself, etc.,σεισαμένας πτερὰ ματρός Theoc.13.13
;σ. γυίων ἄπο νήχυτον ἅλμην A.R.4.1367
;σ. πλοκαμῖδας AP5.272
(Agath.). -
6 ἀνασπάω
A draw, pull up,σπυρίδα Hdt.5.16
, cf. 4.154;βύβλον ἐκ τῶν ἑλέων Id.2.92
:—[voice] Pass., BGU1041.8 (iii A.D.).2 draw, suck up greedily,ὅταν αἷμ' ἀνασπάσῃ κόνις A.Eu. 647
;ἀ. ὑγρόν Hp.VM22
; ἀ. ποτόν, τροφήν, Arist.HA 495a26, PA 661a19; ὕδωρ ἀ. draw water, Th.4.97.4 tear up, pull down,τὰ ἀγάλματα ἐκ τῶν βάθρων Hdt.5.86
;τὴν σκηνήν Id.7.119
;τὸ σταύρωμα Th.6.100
; , cf. Ba. 949; ,al.;τὰς σανιδας τῆς γεφύρας Plb.2.5.5
;πυλίδας Id.5.39.4
, etc.5 metaph., ἀνασπᾶν λόγους, in S.Aj. 302, draw forth words, utter wild, incoherent words; :—the phrase may be expl. from Pl.Tht. 180a ([etym.] ὥσπερ ἐκ φαρέτρας ῥηματίσκια.. ἀνασπῶντες ) and Men.429 ([etym.] πόθεν.. τούτους ἀνεσπάκασιν οὗτοι τοὺς λόγους;); soἀ. γνωμίδιον Ar.Fr. 49D.
6 τὰς ὀφρῦς ἀνασπᾶν pucker the eyebrows, and so put on a grave important air, , cf. Alex.16, D.19.314; ;μέχρι νεφέων τὴν ὀφρὺν ἀ. Philem.174
, cf. X.Smp. 3.10;οἱ τὰς ὀφρῦς ἀνεσπασμένοι πρὸς τὸν κρόταφον Arist.Phgn. 812b27
.II retract,ὁ στόμαχος αὐτὸς ἑαυτὸν ἀ. Hp.Superf.22
, Steril. 217.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνασπάω
-
7 ἐκδέω
A bind so as to hang from, fasten to or on, c. gen.,πέτρης ἐκ πείσματα δήσας Od.10.96
; [δρῦς] ἔκδεον ἡμιόνων they bound the oaks to the mules, i.e. they yoked the mules to them, Il.23.121 ;τοῦ τείχους Aen.Tact.11.6
: abs., σανίδας ἐκδῆσαι ὄπισθε bind planks behind, Od. 22.174 ;χέρας βρόχοισιν ἐκδήσαντες E.Andr. 556
: metaph., trace the dependence of one thing on another, Plot.3.3.1 : —[voice] Med., bind a thing to oneself, hang it round one,ἐκδήσασθαι ἀγάλματα Hdt.4.76
; also, bind or fasten for oneself,ἀκταῖσιν..πεισμάτων ἀρχάς E.Hipp. 761
(lyr.);τὸν νεκρὸν ἐκ τοῦ δίφρου IG14.1284
:—[voice] Pass., Luc.Hist.Conscr. 29, al. -
8 ἐπανατίθημι
A lay upon,ἐπαναθῶ σοι καὶ ξύλον Ar.V. 148
: metaph., shift a burden, PSI4.286.7 (iii/iv A.D.): —[voice] Pass., μείζων δύναμις ἐ. τινί is entrusted to him, Pl.Lg. 926d.II [voice] Med., shift one's position, of patients under operation, Gal.18(2).425.III [voice] Med., bequeath, PLips.29.7 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπανατίθημι
-
9 ὀχεύς
2 pl., fastenings or clasps of the belt, , 20.414.3 bolt or bar of a door, ;θυρέων δ' ἀνέκοπτεν ὀχῆας Od.21.47
, cf. Parm.1.16, Theoc.24.49;ὀ. θύρας Phld.Rh.1.280
S.; bolts holding the ἀγκῶνες in place in a war-engine, Ph.Bel.72.31; νεῶν.. ὀχῆας ships' rudders, Opp.C.4.59.4 ὀχῆες τῆς ὑστέρης, = ὄχοι 11.2, Aret.SD2.11 (vv. ll. ὄσχιες, ὄχιες).II = ὄχανον, οἱ ὀ. οἱ σκύτινοι Plb.18.18.4. -
10 ἐπανατίθημι
ἐπ-ανα-τίθημι, aor. 2 inf. ἐπανθέμεναι: shut again; σανίδας, Il. 21.535†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐπανατίθημι
-
11 σείω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > σείω
См. также в других словарях:
σανιδάς — ο, Ν 1. τεχνίτης ειδικός στην κατεργασία ή στην κατασκευή σανίδων 2. πωλητής σανίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σανίδα + κατάλ. άς (πρβλ. γαλατ άς)] … Dictionary of Greek
σανιδάς — ο αυτός που φτιάχνει ή πουλάει σανίδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σανίδας — σανίς board fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωσσίδι — και γλωσσίδιο, το (AM γλωσσίδιον και γλωττίδιον) 1. μικρή γλώσσα 2. οποιαδήποτε προεξοχή σε σχήμα γλώσσας νεοελλ. 1. η επιγλωττίδα τού στόματος 2. η κλειτορίδα 3. διακοσμητικό μοτίβο, κυρίως σε κοφτά κεντήματα 4. το πλήκτρο τής καμπάνας 5. η… … Dictionary of Greek
γυψοσανίδα — η κατασκευή από γύψο, μικρά κομμάτια ξύλου, άχυρου κ.λπ. σε σχήμα σανίδας, που χρησιμοποιείται σε ελαφρές δομικές εργασίες … Dictionary of Greek
επανατίθημι — ἐπανατίθημι (Α) [τίθημι] 1. τοποθετώ κάτι πάνω σε άλλο, επιθέτω («φέρ ἐπαναθῶ σοι καὶ ξύλον», Αριστοφ.) 2. ενεργ. αναθέτω ξανά ή απλώς αναθέτω, επιφορτίζω κάποιον και παθ. με την ίδια σημασία 3. μέσ. (με αιτ. πράγμ. και δοτ. προσ.) κληροδοτώ 4.… … Dictionary of Greek
επιγραφίδα — η [επιγράφω] ξυλουργικό εργαλείο με το οποίο χαράζουν πάνω σε σανίδα ευθείες γραμμές, παράλληλες με τις πλευρές τής σανίδας, η σημαδούρα, ο γράφτης … Dictionary of Greek
θέναρ — το (Α θέναρ, αρος) ανατ. σαρκώδης προεξοχή τής παλάμης που σχηματίζεται από τους μυς τού αντίχειρα στη βάση του, το κοίλο τής παλάμης, η χούφτα αρχ. 1. το πέλμα τού ποδιού 2. φρ. α) «θέναρ βωμοῖο» το κοίλωμα που βρισκόταν πάνω στην επιφάνεια τού… … Dictionary of Greek
κομπιάζω — 1. (για δένδρα) βγάζω κόμπους, μπουμπούκια, μπουμπουκιάζω 2. προσκρούω σε ρόζο σανίδας («κόμπιασε το πριόνι») 3. (σχετικά με φαγητό) έχω δυσκολία στην κατάποση («δώσε μου λίγο νερό, γιατί κόμπιασα») 4. (ειρωνικά για τροφή που δεν αρέσει) στέκομαι … Dictionary of Greek
κοχοκόρανο — το ξυλουργικό εργαλείο με σμίλη το οποίο χρησιμεύει για τη λείανση σανίδας … Dictionary of Greek
μπινί — το μικρή λωρίδα σανίδας, ξύλινη πήχη που προσαρμόζεται στην άκρη τού ενός παραθυροφύλλου και χρησιμεύει για να επικαλύπτει την αρμογή τών δύο φύλλων κατά το κλείσιμό τους … Dictionary of Greek