Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

προσπασσαλεύσαντες

См. также в других словарях:

  • προσπασσαλεύσαντες — προσπασσαλεύω nail fast to aor part act masc nom/voc pl προσπασσαλεύω nail fast to aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Crucifixion — For other uses, see Crucifixion (disambiguation). Crucifixion of Jesus of Nazareth, by Marco Palmezzano (Uffizi, Florence), painting ca. 1490 …   Wikipedia

  • προσπασσαλεύω — και αττ. τ. προσπατταλεύω Α 1. καρφώνω κάτι στερεά («σανίδας προσπασσαλεύσαντες», Ηρόδ.) 2. κρεμώ κάτι στον τοίχο με καρφί. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + πασσαλεύω (< πάσσαλος)] …   Dictionary of Greek

  • σανίδα — η / σανίς, ίδος, ΝΜΑ μακρύ ορθογώνιο ξύλο αρκετού πλάτους και μικρού σχετικά πάχους, που προκύπτει από τον κατά μήκος πριονισμό κορμού δέντρου, κν. τάβλα νεοελλ. 1. μτφ. (για πρόσ., ιδίως για γυναίκα) πολύ λεπτός, πολύ αδύνατος 2. φρ. α) «σανίδα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»