-
1 σάκκος
Grammatical information: m.Meaning: `bag (made of goat hair), sieve, burlap, a large cloak made of the same', a.o. used as a wedding dress (Hdt., Hippon., Ar., LXX, NT, inscr. a. pap.).Other forms: also σάκος (Att. ?).Compounds: As 1. member e.g. σακκο-φόρος m. `bag bearer' (pap. a.o.).Derivatives: 1. Dimin. σαν(κ)-ίον (Hp., Ar., X., Men. a.o.), - ίδιον (pap.), - άλιον (gloss.); 2. - ούδια n. pl. meaning unclear (pap.; after λινούδιον, s. λίνον); 3. - ᾶς m. `sack bearer' (inscr. Corycos, pap.); 4. - ίας οἶνος `sieved wine' (Poll.); 5. - ινος `made of burlap' (sch.); 6. Denom. - έω `to sieve' (Hdt. 4, 23; after Ael. Dion. a.o. - εύω), - ίζω `id.' (Thphr. a.o.). Ptc. (seemingly primary) σακτός `sieved' (Eup. 439).Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Semit.Etymology: Semit. LW [loanword]; cf. Hebr. (Phoen.) śaq `cloth of hair, bag, mourning-dress' (Lewy Fremdw. 87; on it Bertoldi Zeitschr. rom. Phil. 68, 73ff. [mediterranean word]); one would like to know whether σαν(κ)ίον can be so explained. -- From this Lat. saccus (with NHG Sack etc.); s. W.-Hofmann s.v. w. lit.Page in Frisk: 2,672Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σάκκος
-
2 σανίς
σανίς, - ίδοςGrammatical information: f.Meaning: `board, plank, wooden scaffold etc.', pl. also `tablets used for writing, writing board(s)' (Att.), `planks of a gate, wing of a door' (ep.).Derivatives: 1. Diminut. σανίδ-ιον n. (Att. etc.), σαν-ίσκη f. `painting' (Herod.); 2. σανίδ-ωμα n. `planking' (LXX, Thphr., Plb. etc.; Chantraine Form. 187); 3. - ώδης `plank-like' (late); 4. - όω `provided with planks', - ωτός (hell. a. late).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Formation like σελίς, δοκίς a. other technical words (Chantraine Form. 337); further unexplained. The formally obcious connection with σαίνω (Solmsen IF 30, 46 f.) depends of a s. v. rejected explanation of σαίνω. A thinkable but quite hypothetic basis *tu̯-n̥-id- [would have to be *tu̯n̥H-id-] might make connection with the family of τύλη, τύλος (s. v.) possible. -- Older proposals in Bq and WP. 1, 709 (rejected).Page in Frisk: 2,676Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σανίς
См. также в других словарях:
Καρατζιάλε, Ιόν Λούκα — (Ion Luca Caragiale, Χαϊμανάλε 1852 – Βερολίνο 1912). Ρουμάνος κωμωδιογράφος και διηγηματογράφος. Καταγόταν από οικογένεια ηθοποιών. Πέρασε δύσκολη ζωή και άσκησε διάφορα επαγγέλματα: διορθωτής τυπογραφικών δοκιμίων και διευθυντής εφημερίδων,… … Dictionary of Greek
Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… … Dictionary of Greek
ιονισμός (του ατόμου) — Φαινόμενο κατά το οποίο ένα άτομο, αρχικά ουδέτερο, μετατρέπεται σε ένα ιόν, που έχει ένα ή περισσότερα ηλεκτρικά φορτία, καθώς ένας αριθμός ηλεκτρονίων, που περιφέρονταν αρχικά γύρω από τον πυρήνα του, έχει διαφύγει της έλξης και κινούνται,… … Dictionary of Greek
κερί — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 487 κάτ.) της Ζακύνθου. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νησιού, στα Α του ομώνυμου ακρωτηρίου, 21 χλμ. ΝΔ της πόλης της Ζακύνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λαγανά του νομού Ζακύνθου. Ο όρμος και το ακρωτήριο… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… … Dictionary of Greek
άλατα — Στη χημική ορολογία ορίζονται ως ά. χημικές ενώσεις, που το μόριό τους αποτελείται από μέταλλο και από αλατογονικό υπόλειμμα ενός οξέος, δηλαδή από ό,τι μένει όταν από το μόριο ενός οξέος αφαιρεθεί το υδρογόνο. Για να διασαφηνιστεί η σύσταση… … Dictionary of Greek
ήτριον — ἤτριον και δωρ. τ. ἄτριον, τό (Α) 1. (για την υφαντική) το στημόνι 2. συνεκδ. ύφασμα 3. φρ. «ἤτρια βύβλων» λεπτά φύλλα παπύρου πλεγμένα σταυροειδώς σαν ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήτρ ιον (πρβλ. ηρ ίον, κηρ ίον). Η λ. απαντά ως β συνθετικό στο συνθ.… … Dictionary of Greek
ηλεκτρόνιο — Στοιχειώδες σωμάτιο με μάζα ηρεμίας m0 = 9,109 · 10 28 γραμμάρια, ίση προς 1/1.840 της μάζας του πρωτονίου, και του οποίου το φορτίο ισούται με 1,6 · 10 19 κουλόμπ. Αυτό το φορτίο μπορεί να είναι αρνητικό ή θετικό. Η ονομασία η. αναφέρεται συχνά… … Dictionary of Greek
παραμύθι — Λαϊκή διήγηση στην οποία προέχει το θαυμαστό και το φανταστικό και που έχει για πρωταγωνιστές όντα υπεράνθρωπα, νεράιδες, στρίγκλες, μάγους, δράκους, γίγαντες και, οπωσδήποτε, πρόσωπα ικανά, μέσω μαγικών αντικειμένων ή προσωπικής δύναμης, για… … Dictionary of Greek
σάννιον — τὸ, Α το ανδρικό μόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σαν τού σαίνω (πρβλ. αόρ. ἔ σαν α / ἔ σην α) με εκφραστικό διπλασιασμό τού ν + κατάλ. ιον. Η αναγωγή τής λ. στο ρ. σαίνω «κουνώ την ουρά» δικαιολογείται από την σχετική ομοιότητα τού ανδρικού μορίου με… … Dictionary of Greek