Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λινούδιον

См. также в других словарях:

  • λινούδιον — λινούδιον, τὸ (Α) [λίνον] λινό εσώρουχο, πουκάμισο …   Dictionary of Greek

  • λινουδίων — λινούδιον linen shirt neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίνο — το (AM λίνον) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια λινίδες 2. το πιο σημαντικό είδος αυτού τού φυτού, το λινάρι μσν. αρχ. κλωστή από λινάρι αρχ. 1. κάθε πράγμα κατασκευασμένο από… …   Dictionary of Greek

  • σακκούδιον — τὸ, Α στον πληθ. τὰ σακκούδια είδη χρυσοχοΐας ή είδη τού γυναικείου ιματισμού και καλλωπισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού σάκκος σχηματισμένο κατά το λινούδιον (< λίνον)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»