Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σαλπίζειν

См. также в других словарях:

  • σαλπίζειν — σαλπίζω sound the trumpet pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουβός — ή, ό (AM βωβός και Μ βουβός, ή, όν) αυτός που δεν μιλάει ή που δεν μπορεί να μιλήσει νεοελλ. 1. εκείνος που δεν κάνει θόρυβο, ήσυχος 2. το ουδ. ως ουσ. ξύλινη δοκός, χοντρή και ανθεκτική αρχ. φρ. «βωβά πρόσωπα» πρόσωπα δραματικών έργων, τα οποία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»