Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σήμων

См. также в других словарях:

  • Σήμων — Όνομα δύο αρχαίων Ελλήνων καλλιτεχνών. 1. Ζωγράφος του 6ου π.Χ. αι., που ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την απεικόνιση ζώων. 2. Σφραγιδογλύφος, του οποίου ένας έγγλυπτος σκαραβαίος από αχάτη σώζεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Αν. Βερολίνου. Άκμασε… …   Dictionary of Greek

  • Σήμων — Σῆμος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»