Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σημάν-τωρ

См. также в других словарях:

  • -τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa …   Dictionary of Greek

  • κρατύντωρ — κρατύντωρ, ορος, ὁ (Α) πάπ. εξουσιαστής, κυρίαρχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρατύνω + επίθημα τωρ (πρβλ. αμύν τωρ, σημάν τωρ)] …   Dictionary of Greek

  • Στέντωρ — Ομηρικός ήρωας από την Αρκαδία, που είχε πάρει μέρος στην Τρωική εκστρατεία και που φημιζόταν για την πολύ δυνατή φωνή του. Ο Όμηρος τον αποκαλεί χαλκόφωνο και λέει πως η φωνή του ήταν τόσο δυνατή όσο πενήντα αντρών μαζί. Σύμφωνα με τον μύθο, ο Σ …   Dictionary of Greek

  • παρακλίντωρ — ορος, ὁ, Α αυτός που δειπνεί ξαπλωμένος κοντά σε κάποιον άλλο, δηλ. ο συμποσιαζόμενος, ο φιλοξενούμενος («παρακλίντορας ἔκτανεν ἄνδρας», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρακλίνω + επίθημα τωρ (πρβλ. σημάν τωρ)] …   Dictionary of Greek

  • συνεκφάντωρ — ορος, ὁ, Μ αυτός που φανερώνει κάτι από κοινού με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνεκφαίνω + επίθημα τωρ (πρβλ. σημάν τωρ)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»